Don Quixote

Don Quixote

30.12.15

15 για το 2015


































Μικρή Άννυ, Ζε σουί Σαρλί, Βαγγέλης Γιακουμάκης, Αμυγδαλέζα, Λαμπεντούζα, Κένυα, Νεπάλ,  Συρία, Ουκρανία, Ρωσία-Τουρκία κτλ κτλ

 Παίξαμε, κλάψαμε, πεισμώσαμε, προδοθήκαμε, απογοητευτήκαμε, χωρίσαμε κι ερωτευτήκαμε και θα τα κάνουμε ξανά και ξανά.

Είχα γράψει και παλιότερα: Κανένας άνθρωπος του μέλλοντος δε θα μας κοιτάξει με περιφρόνηση για κανένα μνημόνιο που δεν μπορέσαμε να αποτρέψουμε. Όλοι αυτοί, θα μας κοιτάνε με απορία για όλους αυτούς τους ανθρώπους που αφήσαμε να γίνουν τροφή στον πάτο της Μεσογείου. Για όλα τα παιδιά που δεν μπόρεσαν να γελάσουν, για όλες τις μανάδες που χάθηκαν, για όλο τον πόνο και τη δυστυχία που αφήσαμε σιωπώντας, να γίνεται ψαροτροφή.

Ας είναι το 2016 η αρχή. Ας ρίξουμε τους φράκτες. Ας μην είναι τα φαρμακονήσια, το Αουσβιτς της γενιάς μας.







30.11.15

Από-χαιρετώντας το Νοέμβρη.

Μ' αρέσει το σπίτι μου τώρα το χειμώνα ανακαινισμένο. Μου χρειαζόταν η ανακαίνιση. Λες και ήξερα πως θα χαθεί η δουλειά και πως θα περνάω πολλές ώρες σ' αυτό -ούτως ή άλλως περνάω πολλές ώρες σ' αυτό. Απλά αυτό το χειμώνα θα σπάσω κάθε ρεκόρ ιδρυματισμού. Και τα λεφτά θα μου χρειάζονταν αν ήξερα πως θα μείνω άνεργος -αλλά εντάξει, δεν μπορεί να τα έχουμε όλα. 

Πιο πολύ μου αρέσει όμως το ντους. Από κει που είχα μια μπανιέρα που δεν χωρούσα καν, βρέθηκε με υπερλούξ ντουζιέρα-καμπίνα που μπορώ να κάθομαι με τις ώρες και ν΄αφήνω το καυτό νερό να καθαρίζει το κεφάλι και το κορμί μου.

Πιο πολύ μου αρέσει όμως να γράφω μικρές ιστορίες στους ατμούς που φτιάχνει το ζεστό νερό πάνω στην καμπίνα.
 Ιστορίες που σβήνονται αμέσως μετά. 

Είναι κι αυτός ένας τρόπος να μιλήσεις για το θάνατο θαρρώ.

Χειμωνιάτικα, μέσα σε 60 τμ. Ή σε μια καμπίνα-ντους.



26.10.15

Οι δικοί μου άνθρωποι

Ελάχιστες φορές έχω γιορτάσει τη γιορτή μου με τον τρόπο που όλοι εσείς μπορείτε να το θεωρείτε. Αφενός, μικρό παιδί, η γιορτή μου ήταν κάτι δευτερεύον μπροστά στη γιορτή του παππού, κομπάρσος σε μια μέρα που άλλος ήταν ο πρωταγωνιστής, αφετέρου, μεγαλώνοντας επικράτησε το ιδεολογικό, ίσως κι αυτή η έμφυτη μελαγχολία που έχω σ' αυτά τα "μνημόσυνα" κι έτσι πάντα παραχωρούσα γιορτές, γενέθλια, Χριστούγεννα και Πάσχα, σε άλλους, που μπορούσαν να ακολουθήσουν το σενάριο. Σιγά δηλαδή να μην μπορούσα ποτέ να ταυτιστώ με έναν τύπο που με το κοφτερό του δόρυ σκότωσε έναν δράκο.

Οι ήρωές μου είναι τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους, είναι εργάτες με φαντασία και  αντισυμβατικές πόρνες, είναι διανοούμενοι που κατάλαβαν την εργατική τάξη καλύτερα από ότι θα μπορούσε και η ίδια να φανταστεί. Είναι οι  ποδοσφαιριστές του αουτσάηντερ που σκοράρουν στο 90' έχοντας γυρίσει την πλάτη στα συμβόλαια του φαβορί, είναι γιατροί στην Παλαιστίνη, νοσοκόμες στη Λέσβο και μαύρες νοικοκυρές σε λεωφορείο στην Αμερική. Ανήκουν στο παρελθόν, περπατάνε ανάμεσά μας, και δεν έχει ακουστεί καν το πρώτο τους κλάμα. Άραγε γιατί να μπαίνεις στη ζωή με ένα κλάμα;

Οι ήρωές μου, είναι οι δικοί μου άνθρωποι. Οι δικοί μου άνθρωποι μου που είναι εδώ και παλεύουν, Παλεύουν σε μια κουκίδα στο χάρτη μου και σε μια επαφή στο σκάηπ. Όλοι τους ψάχνουν να αλλάξουν το εδώ και το τώρα, να κάνουν τον κόσμο μας, ένα μετεφηβικό καλοκαίρι, ή όπως αλλιώς έχει φανταστεί ο καθένας την Ουτοπία του. Δεν μιλάνε για άλλες ζωές και δεύτερες ευκαιρίες. Πιάνουν την ευκαιρία από τα μαλλιά, ή παρατηρούν από τη γωνία καταγράφοντας. Πάντως κανένας τους δεν είναι έρμαιο.

Οι δικοί μου άνθρωποι με κάνουν περήφανο αυτές τις γιορτινές μέρες. Γιατί όπου κι αν είναι, σηκώνουν το τηλέφωνο, στέλνουν μερικές λέξεις, μερικές ανάσες, με παίρνουν μια αγκαλιά. Οι φίλοι μου. Αυτό είμαι στη γιορτή μου.

21.9.15

Κυριακή στο χωριό (πρόβες θανάτου)



Πήγα και γω από το Σάββατο να ψηφίσω. Την Κυριακή το μεσημέρι την πέρασα στο χωριό. Εκεί άκουσα μια ιστορία από τον πατέρα μου, απότοκο μιας νοσταλγίας που κουβαλά μαζί της ο ερχομός της συνταξιοδότησης. Πριν συνεχίσω, να προσθέσω πως παρά το τεράστιο μέγεθος της αυτοκαταστροφής που κουβαλάνε και τα 2 σόγια, δεν νομίζω πως θα πάψουν ποτέ να με εκπλήσσουν οι νέες πληροφορίες που  μαθαίνω. Απλά θα μου εξηγούν κάπως, κάποιες δικές μου συμπεριφορές.

Έμαθα λοιπόν πως ο προπάππους μου, κάποια στιγμή κουράστηκε να ζει, οπότε κάθε απόγευμα πήγαινε στο νεκροταφείο του χωριού και έσκαβε τον τάφο του. Κυριολεκτικά. Έμπαινε μέσα και μετρούσε. Απόγευμα το απόγευμα. Για κάποιον λόγο, έπαιρνε μαζί και τον πατέρα μου. Μέχρι που τον έφτιαξε. Με μάρμαρα και όλα. Είχε έτοιμο και κουτί.

Όταν πέθανε, μια δεκαετία μετά και έναν μήνα ακριβώς μετά το θάνατο της προγιαγιάς μου, δε χρειάστηκε να γίνει μεγάλη βαβούρα. Απλά τον ξανάνοιξαν και τον τοποθέτησαν δίπλα στη γριά του που είχε θαφτεί πρώτη και που ποτέ κανένας δεν την άκουσε να δηλώνει κουρασμένη."Είχε προνοήσει είπαν".

Εγώ κατάλαβα, πως ένας άνθρωπος, για χρόνια ολόκληρα, ξάπλωνε στο ζεστό του στρώμα ή στο παγωμένο χώμα κάνοντας πρόβες θανάτου. Ένας άνθρωπος, στον αυτόματο πιλότο, περιμένοντας να φτάσει στο τέρμα. Μια σημερινή κοινωνία ξαπλωμένη στον καναπέ να περιμένει την κατάρρευση. Μια Πομπηία ολάκερη να παρακαλάει το ηφαίστειο να σκάσει.

Μια Δευτέρα μετά τις εκλογές.


6.9.15

Το τραυματισμένο καλοκαίρι μας

Ήταν το καλοκαίρι της αμφιθυμίας. Ξεκίνησε αναμφίβολα με υποσχέσεις, πολλές περισσότερες απ’ όσες ένα καλοκαίρι του 21ου αιώνα μπορούσε να προσφέρει και κατέληξε συντετριμμένο σε κάποια γωνία να μαζεύει τα κομμάτια του.

 Μαζί του για άλλη μια φορά και μεις. Φορώντας την αμφίεση του ηττημένου. Μια αμφίεση που είμαστε σίγουροι πως την είδαμε να καίγεται, αλλά τελικά όχι. Και μετά πως γίνεται να μην σε πλημμυρίσει η αμφιβολία;

 Ειδικά αν ήσουν πάντα αισθηματίας, ένα αμφίβιο της εποχής, ανέπνεες στον έρωτα, στην ουτοπία και υποκρινόσουν ζωή στην καθημερινότητα. Στους δρόμους και στα αμφιθέατρα. Όσο κι αν, αναμφισβήτητα, «τα  ηττημένα μας βράδια ήταν φυσικά περισσότερα από τα θριαμβευτικά πρωινά», είχες πια κερδίσει το δικαίωμα της μέρας της μαρμόττας. 

Να προσπαθείς μέσα στο πλαίσιο, μέχρι να το γκρεμίσεις αμφισβητώντας συνεχώς τα πάντα, μαζί και σένα. Δεν ήταν πάντα αμφίδρομο, κι έτσι φοβήθηκες πολλές φορές –ποιος δε θα φοβόταν άλλωστε; 

Όμως να σαι σίγουρος, πως κάθε φορά που αμφιταλαντευόσουν και έγερνες προς τη σωστή κατεύθυνση, γεννούσες όλα εκείνα που θα μας φέρουν καλοκαίρια, περήφανα για τη φωτιά που κουβαλάνε. Εκείνη που σου καίει τον αμφιβληστροειδή. Εκείνη που θα κάψει κάθε τι αμφιλεγόμενο.


3.8.15

Θυσίες, μαιντανοί και καθρεφτάκια

Ήταν η εποχή των αθλίων...προβλέψεις, κωλοτούμπες και καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς σε οικονομική ή οικογενειακή συσκευασία. Γνώμες επί παντός επιστητού, καλογυαλισμένες, αλληλοσυγκρουόμενες 2 στη σειρά, αλλά τη σημασία έχει στη χώρα των χρυσόψαρων..σημασία έχει τα κοστούμια τους να ναι περασμένα από το καυτό σίδερο, ατσαλάκωτα. Σημασία έχει η φανταχτερή συσκευασία κι όχι το άδειο περιεχόμενο. Μικροί Θεοί, με κενές περιεχομένου αποψάρες, ψάχνουν Ιφιγένειες για να θυσιάσουν, χάριν εντυπωσιασμού και μόνο.



Πολλές φορές φανταζόταν να χε ένα απειροβόλο κι άλλες ένα σπαθί κατάνα να πέφτει από την οθόνη, δώρο από τον αγαπημένο του Ταραντίνο κι αυτός με τη σειρά του, στρέφοντάς το σαν έλικα να του χαρίζει μια σκηνή αντάξια των ταινιών του.


Στην πραγματικότητα όμως, ευχόταν ο κόσμος να ξεράσει αυτό τον εμετό, ευχόταν ο ίδιος να ξεράσει. Πήγε και γονάτισε μπροστά στην τουαλέτα, άδειασε όλο του το οξύ. Έκανε την αρχή. Μην και καταντήσει σαν τους άλλους, μη τύχει και συναντηθεί ποτέ με τις κοφτερές λεπίδες του εαυτού του..

Μην γίνει ποτέ του κατακτητής και "εκπολιτιστής" των "αγρίων". 


31.7.15

Η χρονιά με τα 13 φεγγάρια



Η χρονιά με τα 13 φεγγάρια. Που να ήξερες και συ όταν έφτιαχνες την ταινία σου, πόσο θα τη ζούσαμε το 2015. Στο δρόμο προς το σπίτι σκεφτόμουν ένα αξίωμα βασισμένο κυρίως σε όσα άκουσα στη σημερινή έξοδο. Έξοδο, 1+1 μπύρα δώρο, αλλιώς σπίτι κουτάκι θα ήταν τα πράγματα. Απλά. Θλιβερά απλά. Άκουγα λοιπόν διάφορες κουβέντες γύρω μου και κατέληξα σε ένα αξίωμα new age. Της εποχής. Το άθροισμα της επίπλαστης ευτυχίας των φωτογραφιών και των στάτους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ίσο με την απόγνωση των ιδιωτικών μηνυμάτων ίσο με τη μοναξιά της πραγματικής ζωής. Η εντροπία στα χρόνια της ψηφιακής τεχνολογίας. Η ντροπή μας.

Άλλο ένα πράγμα που συνειδητοποίησα απόψε. Η εποχή είναι κατάλληλη για τη δημιουργία των ιδανικών αντί-αθανάτων. Ανθρώπων καταρτισμένων σαν και μας και σας, που μέσα στην απόγνωση της εποχής, αποτιμώμενοι τόσο χαμηλά από το Σύστημα, φτάνουν στο σημείο να μηδενίζουν οι ίδιοι την αξία της ζωής τους, μαζοποιημένοι σε μια ουδέτερη αντί-αθανασία. Εκτός κι αν βρουν έναν στόχο, ένα όνειρο, έναν άνθρωπο, έναν λόγο να ξυπνάνε το πρωί. Κάτι αληθινό.  Τότε γίνονται θνητοί. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο στοίχημα της εποχής μας. Να νιώσουμε θνητοί. Να νιώσουμε πως κάτι έχουμε να χάσουμε. Μόνο τότε κυλάει το αίμα στις φλέβες, μόνο αν νιώσουμε πως υπάρχει κάτι προς υπεράσπιση βγάζουμε νύχια. Μόνο αν δεν έχουν χαθεί όλα. 

Και δεν έχουν χαθεί όλα. Όταν μπορούν και γράφονται τόσο ωραία κείμενα  ή τόσο ελπιδοφόρα , όταν παύεις να νιώθεις μόνος γιατί έχεις ένα χέρι που ξέρει γιατί σε κρατάει κι ένα ζευγάρια μάτια να ψάχνουν για νέους δρόμους, τότε μπορείς να είσαι όσο θνητός αντέχεις. Τόσο, όσο εκείνοι που γκρέμισαν παλάτια και  θρόνους. Τόσο όσο εκείνοι που άλλαξαν τον κόσμο. 



Υγ (πολιτικού περιεχομένου): Κριτική στην Αριστερά και στον προοδευτικό χώρο μπορεί να κάνει μόνο ο ίδιος ο προοδευτικός χώρος, αυτός που άλλαξε τον κόσμο με τους αγώνες του. Οι υπόλοιποι που δεν παλέψατε για τίποτα, που έχετε μπερδέψει την τάξη σας και που χωρίς τις επαναστάσεις της παλιάς εποχής τώρα θα κωπηλατούσατε σε γαλέρες αντί να πίνετε μοχίτο και να κάνετε υψηλή κριτική, μπορείτε απλά να το βουλώσετε. 

21.7.15

Το καλοκαίρι που συρρικνώθηκε περιμένοντας




Δεν ένιωσα ποτέ "Έλληνας" με την έννοια του να ταυτιστώ με κάποια κατορθώματα κάποιων άλλων που ξεπερνούσαν τη γενιά των παππούδων μου, δεν λάτρεψα ποτέ μου καμιά σημαία και κανέναν σταυρό, ενώ τον ύμνο προς την ελευθερία μπορώ μόνο ως ποίημα να τον δω κι όχι ως κάποια ομπρέλα που μας χωράει όλους συλλήβδην, θέλουμε δε θέλουμε και χωρίς να ερωτηθούμε, ενώ αποκλείει άλλους, πάλι χωρίς να τους ρωτήσει ποτέ κανείς. Το μπλε και το άσπρο με συγκινούν μόνο στον ουρανό και τη θάλασσα. Βέβαια, ήμουν τυχερός που το βρήκα ως κάτι δεδομένο από το σπίτι (κατά το ήμισυ έστω) κι όχι ως κάτι που θα έπρεπε να το ζυγίσω και να το ξεπεράσω.

Ακόμα και σήμερα λοιπόν, αν κάποιος με ρωτήσει τι είναι για μένα Ελλάδα, το μόνο που μπορώ να πω είναι: Το καλοκαίρι της. Η απόλυτη ελευθερία που σου δίνεται να απλώσεις τον υπνόσακο ή την αιώρα σου και να μετρήσεις αστέρια, να ακούσεις τον παφλασμό των κυμάτων, να επιβιώσεις με λιγότερα από τα απαραίτητα, να στήσεις από το πουθενά, μικρές, εποχιακές, πλήρως λειτουργικές αυτόνομες κοινότητες, να κάνεις τη  βόλτα σου με ένα κουτάκι μπύρας από το σούπερμαρκετ ή να κλωτσήσεις μια διερχόμενη μπάλα σε μια πλατεία ή ένα δημοτικό, νιώθοντας ξανά παιδί, επιστρέφοντάς τη στα παιδιά. Να ζήσεις τόσο όσο. Να επιστρέψεις χωρίς χρονομηχανή στο πατρικό ή στο σπίτι των παππούδων και πάλι χωρίς χρονομηχανή να ρίξεις ματιές στο μέλλον.

Μόνο που το τελευταίο τώρα πια δεν ισχύει. Το φετινό καλοκαίρι, αυτό που ξεβράζει πτώματα προσφύγων στο Αιγαίο, αυτό που σβήνει αυταπάτες, αυτό που καίει τα δέντρα που θα κρεμούσαμε τις αιώρες μας (και κείνα τα άλλα που θα κρεμούσαμε τους φασίστες), που μυρίζει αριστερά δακρυγόνα και δεξιό ολοκληρωτισμό, ανεργία και μετανάστευση, κοκτέηλ του δεκάευρου και κυριακάτικα ψώνια,  που μαθαίνει ανώτερα μαθηματικά στους φίλους και στους συγγενείς (εσύ έχεις γίνει εξπέρ από καιρό) για να υπολογίσουν λογαριασμούς, για να επιβιώσουν, που ήταν ανυπόφορα κρύο και υγρό στην αρχή και τώρα καυτό σαν κόλαση, αυτό το καλοκαίρι μειώνει το ζωτικό μου χώρο, μειώνει αυτό που εγώ λέω Ελλάδα.

Αλλά αν με ρωτήσεις τελικά, θα σου πω πως κάτι άλλαξε. Μπορεί να 'ναι ένα χέρι που σε κρατάει γεμάτο τρυφερότητα, μπορεί μια φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου, ένα μήνυμα στο σκάιπ ή στο βάημπερ, ένα δέμα μ' ένα βιβλίο ή ένας λουκουμάς μισός μισός που ποτέ δεν πήρατε.  Και τότε λες: Εμείς θα τον φτιάξουμε τον κόσμο μας, όσα καλοκαίρια κι αν χρειαστεί να θυσιάσουμε, το χρωστάμε σ' όλους εκείνους που θυσιάστηκαν για αυτό το γαμημένο κάτι που ποτέ δεν έρχονταν. Το χρωστάμε σ' εμάς. Το χρωστάμε σ' εκείνο το χέρι που θα μας δείξει ξανά τη μεγάλη άρκτο και τότε, ναι, θα μπορούμε να μιλάμε χωρίς φόβο, χωρίς ντροπή για το μέλλον.

26.6.15

Μετά τα 31 καιγόμαστε;



Θεσμός κοντεύει να γίνει αυτός ο γενέθλιος απολογισμός. Να, ακόμα δεν άρχισα να γράφω και αμέσως οι βρισιές. Ας το πούμε καλύτερα. Αναγκαία συνθήκη ο απολογισμός. Να διαβώ ένα κατώφλι κλείνοντας μια πόρτα, παίρνοντας μαζί τα απαραίτητα, πετώντας τη σκαρταδούρα.

Σαν την πολιορκία του Μπρεστ οι ανθρώπινες σχέσεις. Κάθε μέρα λιγοστεύουν τα εφόδια, οι εφεδρείες, οι «καβάτζες» και συ περιμένεις να κρατήσεις μέχρι να ‘ρθουν οι ενισχύσεις. Ποιες ενισχύσεις; Τι ενισχύσεις είναι αυτές;

31. Σαν το παιχνίδι. Χωρίς να έχει τα καλά του παιχνιδιού. Λιγότερες αθροιστικά οι τρίχες του κεφαλιού, περισσότερες οι άσπρες, οι άρρωστες. Λιγότερες οι ώρες ύπνου, περισσότεροι οι εφιάλτες, οι μαύροι κύκλοι, η μαυρισμένη ψυχή. Λιγότερα τα σχέδια, περισσότερη η ρουτίνα, η επανάληψη. Λιγότερη η ελπίδα, περισσότερος ο τρόμος, στους υπολογιστές, στους δρόμους. Λιγότερη η ανθρωπιά, περισσότερες οι ψυχές στον πάτο του Αιγαίου, σε σκοτεινά δυάρια. Αυτά βγάζουν το +1, συγκριτικά με πέρσι τουλάχιστον.


Όχι μόνο αυτά όμως. Μεγάλωσε η απόσταση μεταξύ μας, ή έστω, με κάποιους ήταν εξαρχής μεγάλη. Μεγάλωσε όμως και η ανάγκη να μικρύνει το χάσμα. Να βρούμε εκείνα τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα, τις αγκαλιές, τα βλέμματα, τα φιλιά, τις ανάσες που μας παίρνουν. Να τις δίνουμε ο ένας στον άλλο. Να αντέχουμε για να δούμε το μετά.

Να αντέχουμε. Εκεί είναι το κλειδί. Τουλάχιστον για κάποιους. Να αντέχουμε, να ζούμε σε βάρος της επιβίωσης, να καταγράφουμε σε βάρος της διαστρέβλωσης, να δημιουργούμε μια αφήγηση σε βάρος της κυρίαρχης. Για όσο.

Μέχρι να έρθουν οι ενισχύσεις. Από μέσα μας, από δίπλα μας, από τους καλύτερους από μας, από τα βιβλία της Ιστορίας, από το μέλλον, από την άλλη άκρη της γης, από τον καναπέ μας, από το χέρι που θα μας πιάσει και θα μας τραβήξει, από το βλέμμα μας που θα διαλύσει το μακάβριο, με τα πόδια, με τους Μαυροσκούφηδες του τώρα, με ένα υπεραστικό από τον Βορρά.

Μια βόλτα έξω μπορεί να σε απογοητεύσει. Κάποιος μπορεί να σου πει πως μοιάζουν με τις τελευταίες μέρες της Πομπηίας. Εγώ πάλι νιώθω Καρχηδόνιος κοιτώντας τους δικούς μου ανθρώπους. Λιγότερο φοβισμένος από πέρσι. Πιο δυνατός, αν κοιτάξω δίπλα μου ξέρω πως μέσα στη σύγχυση, μέσα στον χαμό, μέσα στην ανασφάλεια και στην αναμονή, κάτι έρχεται. Αρκεί μια ματιά στον ουρανό. Ετοιμαστείτε. 

14.6.15

40% πάνω ο φόβος


Διαβάζω σε ένα σάητ: «To 40% της αγοραστικής τους δύναμης έχουν χάσει οι Έλληνες στα χρόνια της κρίσης». Γιατί άραγε οι Έλληνες; Οι μετανάστες έχουν χάσει περισσότερα ή λιγότερα; Εγώ που δουλεύω μαύρα και ο εφοπλιστής που δουλεύουν γι’ αυτόν μαύρα έχουμε χάσει το ίδιο; Μπορώ πλέον να διαβάζω για την άρχουσα τάξη της χώρας και να νιώθω άσχημα που αποτύχαμε σαν χώρα; Που τους απογοητεύσαμε;
«To 40% της αγοραστικής τους δύναμης έχουν χάσει οι Έλληνες στα χρόνια της κρίσης». Και αυτό θα ήταν επικίνδυνο, οριακό σχεδόν. Μετά όμως θα ανοίξω το ραδιόφωνο, θα ακούσω τις ειδήσεις. 13/15 είναι τρομακτικές. Δε μιλάμε για απλή αποθάρρυνση, μιλάμε για τρόμο. Κάποια στιγμή σκέφτηκαν πως με κάτι πρέπει να αποκατασταθεί αυτό το έλλειμμα αγοραστικής δύναμης. Με κάτι που είναι δωρεάν και η εξουσία μπορεί να μοιράσει άφθονα. «Τουλάχιστον 40% πλεόνασμα σε φόβο, εφιάλτες, διαλυμένες ζωές, αυτοκτονίες, μοναξιά στα χρόνια της κρίσης». Όχι για όλους. Αλλά ευτυχώς δε γίνονται τέτοιες έρευνες.
Και μετά θα κάτσω αναπαυτικά, σαν να μη συνέβη τίποτα, στην οθόνη του υπολογιστή μου, στην τηλεόραση, στη βελόνα των FM και θα αγοράσω λίγο ακόμα φόβο. Τσάμπα είναι. Το χρειάζεσαι άλλωστε για να μπορείς να κάθεσαι αναπαυτικά, φρόνιμα. Για να είσαι τέκνο της εποχής.
Και μετά θα κάτσω αναπαυτικά, σαν να μη συνέβη τίποτα, έτσι, για να αυξήσω τα αποθεματικά της χώρας, να κάνω και γω το χρέος μου.

8.6.15

Της επανάστασης


Κι ήθελε να της πει για το "συμπυκνωμένο πολιτικό χρόνο" και για την "ιστορική συγκυρία" στην οποία ζούσαν.
Κι ήθελε ακόμα να καταπιεί τα χιλιόμετρα μόνο και μόνο για να τα φτύσει στα πόδια της. "Τίποτα δεν είναι", να της πει.
Κι ήθελε κι ήθελε κι ήθελε... 
Και όσο αυτός μιλούσε, εκείνη τα μάζεψε ένα ένα τα χιλιόμετρα, τα φύσηξε στον άνεμο και χώθηκε στην αγκαλιά του. "Αυτό είναι τα πάντα", του είπε.
Γιατί, ξέρεις τι λένε για τους αληθινούς επαναστάτες, ε; Ότι είχαν να πουν, το έκαναν.


KaPa/Λάμδα

22.5.15

Παλιατζής

παλιά πλυντήρια
(παλιές ενοχές να πλύνουν)
παλιά ποδήλατα
(παλιές αγάπες να ταξιδέψουν)
παλιά ψυγεία
(παλιές πληγές να κρατήσουν)
παλιές σόμπες
(παλιές ιστορίες να πούμε γύρω τους)
παλιές κουζίνες
(παλιό κρασί να ζεστάνουμε)
παλιά στρώματα
(παλιούς οργασμούς να θυμηθούμε)
Όλα τα μάζευε ο παλιατζής (και κάποια άλλα που δεν άκουσα)
Όλα τα φερε πίσω η μνήμη.
Δ.Γ

Σε τροχιά



Κι αν ποτέ δε συγκρουστούμε, θα μείνουν στην ατμόσφαιρα αιωρούμενες οι ιστορίες μας, να πεταχτούν στα μούτρα της εποχής.

Κι αν ποτέ συγκρουστούμε, τα κομμάτια μας θα μαρτυρούν την υγρασία των καιρών που ζήσαμε.


17.5.15

Κρύψε με, μωρέ!



Έβλεπα κάτι παιδιά να παίζουν  κυνηγητό. "Τα προετοιμάζουν για αυτό που θα ζήσουν μεγαλώνοντας", σκέφτηκα για το συγκεκριμένο παιχνίδι και τη διαστρεβλωμένη μορφή που έχει πάρει σ' αυτή την εποχή. Κι ύστερα σε είδα να έρχεσαι από μακριά και ήξερα. 

Τρία-τέσσερα-πέντε "σπιτάκια" φτιάχνει κανείς όσο ζει κι αυτά δεν είναι από τούβλα και μπετά, αλλά από σάρκα, κόκαλα κι αίμα. Είναι τα καταφύγια που μπορούμε να τρέξουμε όταν γύρω γκρεμίζονται τα πάντα. Είναι οι αγκαλιές αυτό που θα μας σώσει. Είναι και η δικιά σου.




16.5.15

Ένας επαναστάτης Ανταίος!



Είχα αποφασίσει να βάλω μόνο μια φωτογραφία. Και μου πήρε αρκετά να βρω την κατάλληλη φωτογραφία. Και όχι, δεν σηκώνει καμιά κούπα, άλλωστε πήρε πολύ λιγότερες από όσες άξιζε, ούτε πανηγυρίζει κάποια από τις ρουκέτες που έστελνε με το δεξί και ήταν ικανές να σκοτώσουν όποιον έβρισκαν στο διάβα τους. Ούτε φυσικά  τις αναρίθμητες στιγμές που έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι. Ας βγάλουμε έξω τη φετινή χρονιά, που απλά έπρεπε να κυλήσει για να φύγει, κρύα σαν διαζύγιο. 

Και κρατάω αυτή τη φωτογραφία, που σαν άλλος γίγαντας Ανταίος παίρνει τη δύναμή του από τους φιλάθλους. Δεν τα είχα ποτέ καλά με τις σημαίες, τα σύμβολα κι όλα αυτά, αλλά σε μια εποχή που σε θέλει να ξεχνάς, μια εποχή που κυνηγάει σύμβολα και συμβολισμούς, σε μια εποχή που όλα είναι επαγγελματικά, ο Τζέραρντ ήταν ένα σκουπιδάκι στα μάτια του comme il faut. 

Κι σήμερα, μπροστά σε εκατομμύρια μάτια  που σαν Ανταίος θα κόψει τα πόδια του σε ζωντανή μετάδοση, μόνο και μόνο για να κάνει λίγα βήματα ελευθερίας, σήμερα είναι η μεγαλύτερη στιγμή του Στίβεν Τζέραρντ!

Καλή αντάμωση! 

Τα χρόνια της κοινής ησυχίας



Το 2015, τα ουρλιαχτά της μάνας του Φύσσα καλύπτονται από μια γαμημένη νορμαλιτέ, βαριά και υπόκωφη σαν 5 χρόνια κοινής ησυχίας.

25.4.15

1 ΚΛΙΚ και 2 ΜΑΧ αριστερά


Αν υπάρχει μια γενιά χειρότερη από αυτή του πολυτεχνείου, είναι η επόμενη. Η "δίχως κατοχή και πείνα", αυτή που έκανε παντιέρα της την σεξουαλική απελευθέρωση και επανάστασή της το (κακό της) γαμήσι.

Αυτοί που όταν τελείωσαν οι εποχές του MAXιμαλισμού, σώπασαν τα ΚΛΙΚ των φωτογραφικών και τελείωσε η βενζίνη της Ουισκάρας, πήραν τα φουσκωμένα τους ΕΓΩ και ένα μολύβι και τα ανακάτεψαν με την επανάσταση, πουλώντας φανταχτερές λεξούλες για να συνεχίσουν να γαμάνε, κάνοντας εν τέλει την επανάσταση σαν τα κακά τους, ανεπαρκή, γαμήσια. Σαν την κακιά τους, ανεπαρκή αφήγηση, σαν την κακιά τους, αδιάφορη εποχή. 

Λες κι η πέτρα η μολότωφ, το χέρι του συντρόφου στην αλυσίδα πιάνεται όπως πιάνουν τον πούτσο ή το μουνί τους και λες και ο έρωτας τον οποίο κοιτούσε κατάματα ο άνθρωπος μέχρι να ρθει η ώρα τους έχει καμιά σχέση με τα αδηφάγα γαμήσια επιβεβαίωσής τους. 

Λες και οι Τατσόπουλοι έχουν σχέση με τους Λειβαδίτηδες

Λέξεις κενές περιεχομένου. Σαν το "σοσιαλιστικό" στο ΠΑΣΟΚ.



13.4.15

Εντουάρντο Γκαλεάνο (1940-2015)


Κανένας δεν είναι από πουθενά.
Μερικοί προσπαθούν να συντηρήσουν τις αυταπάτες και δημιουργούν νοσταλγίες, ιδιοκτησίες, ύμνους και σημαίες.
Ανήκουμε όλοι στους τόπους που δεν γνωρίσαμε.
Αν υπάρχει νοσταλγία, είναι για τα πράγματα που ποτέ δεν είδαμε, για τις γυναίκες που μαζί δεν κοιμηθήκαμε κι ούτε ονειρευτήκαμε και για τους φίλους που δεν αποκτήσαμε ακόμα, τα βιβλία που δεν διαβάσαμε, τα φαγητά που αχνίζουν στη χύτρα κι ακόμα δεν τα δοκιμάσαμε.
Αυτή είναι η αληθινή νοσταλγία, η μοναδική...

Λέει ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο στη "Σκιά της Σκιάς"

Κι αν έκανε κάτι καλά αυτός ο Γκαλεάνο, αυτό ο συν-εφευρέτης της χρονοτοπομηχανής που λέγεται βιβλίο, είναι να σε κάνει να νοσταλγείς μέρη που ποτέ δεν επισκέφτηκες. Καλό ταξίδι εδώ γύρω!

10.3.15

Για τους συντρόφους

Κι αν ποτέ πιστέψω κάτι περισσότερο από αυτό, που το χάραξα με μελάνι στα βήματά μου, τότε ας είναι κάτι ανώτερο, αλλιώς, τόσα βήματα χαμένα...




Noir Désir - Le vent nous portera
Δε φοβάμαι το Ταξίδι
πρέπει να βλέπεις, να γεύεσαι
μαίανδροι στα κομμένα μας ήπατα
κι όλα θα πάνε καλά

Θα τα πάρει ο Άνεμος

Το μήνυμά σου στη Μεγάλη Άρκτο
κι η πορεία της διαδρομής
Μια βελούδινη στιγμή
Κι ας είναι κι άχρηστη

Θα την πάρει ο Άνεμος
Όλα θα χαθούν
Θα μάς πάρει ο Άνεμος

Το χάδι και το μυδράλλιο
Η πληγή που μας τυρρανά
Σαν παλάτια αλλοτινά
Τού χτες και τού αύριο

Θα τα πάρει ο Άνεμος

Γενετική τσέπης
Χρωμοσώματα στην ατμόσφαιρα
Γαλαξιακά ταξί
Και το ιπτάμενό μου χαλί, για δες

Θα το πάρει ο Άνεμος
Όλα θα χαθούν
Θα μάς πάρει ο Άνεμος



Το άρωμα των νεκρών μας χρόνων
Όσα θα μάς χτυπήσουν την πόρτα
Τ' άπειρα πεπρωμένα μας
Επιλέγουμε ένα, και τί μένει;

Θα μάς πάρει ο Άνεμος

Καθώς η παλίρροια ανεβαίνει 
κι όλοι ξαναμετρούν τα κουκκιά τους
κουβαλώ βαθιά μες στη σκιά μου
τις στάχτες σου

Θα τις πάρει ο Άνεμος
 



Μετάφραση Μιλτιάδης Θαλασσινός 2008

18.2.15

Καμιά φορά και με Bono


«Ότι αρχίζει ωραία, τελειώνει με πόνο». Μαλακίες. Πάμε πάλι. «Ότι αρχίζει ωραία τελειώνει με Bono». Ναι. Έτσι είναι. Τουλάχιστον στην περίπτωσή του. Με ένα μπουκάλι Ursus και Bono. Πόσο χειρότερα δηλαδή; Κι αν για την Ursus είχε μια δικαιολογία, μιας και ήταν το μοναδικό αλκοόλ που υπήρχε στο σπίτι –κι αυτό επειδή ποτέ δεν το έπινε κανείς από τη μέρα που κάποιος είχε κάνει το λάθος να το φέρει, για τον Bono τι να πούμε; Πάντως όπως και να το κάνεις, τόσο το δύστυχο μπουκάλι, όσο και ο αντιπαθητικός καλλιτέχνης είχαν δει μέσα σε κείνο το δωμάτιο, στο πρόσωπό του ήρωά μας είχαν βρει την αυτοεκπλήρωση τους. 
  
Αλλά πως βρέθηκε εκεί; Στον πάτο δηλαδή του βαρελιού, γιατί σίγουρα αν κάνει κανείς μια λίστα από τα πράγματα που θα έπρεπε να περιέχονται σ’ αυτό που ονομάζουμε «πάτο του βαρελιού» ο ντεμέκ Ιρλανδός με τα γυαλιά ηλίου και η ντεμέκ ισλανδική Βό(ν)τκα με τα μούσμουλα σίγουρα θα βρίσκονταν σε ένα πρόχειρο τοπ 100.

«Αλλά πως βρέθηκε εκεί» θα ρωτήσετε με άγχος πως λοξοδρόμησα.


Σιγά που δεν ξέρετε. «Το αληθές απόβαρον ενός ανθρώπου ισούται με τις αγάπες, τον οίκτο και την αηδία που ένιωσε στη ζωή. Δύο μεγάλες αδικίες εγνώρισα: την φτώχια και την ερωτική καταφρόνια.» Και μη μου πει κανείς πως το απόβαρο έχει σημασία και έννοια μόνο για τα εμπορεύματα. 


14.2.15

Εμπρός να γκρεμίσουμε...



Tα παιδιά μας δε θα μας ρωτάνε για την κρίση και τη λιτότητα, άλλωστε ποτέ μας δεν μπορέσαμε να κάνουμε ένα σοβαρό, οργανωμένο αγώνα. Τα παιδιά μας θα μας ρωτάνε για τον Έβρο, το Φαρμακονήσι, τη Λαμπεντούζα και την Αμυγδαλέζα. Και στην τελική, ας διαπραγματευτούν ότι θέλουν, εμείς μπορούμε να πάμε να γκρεμίσουμε αυτό το κολαστήριο των ψυχών με τα χεράκια μας??

9.2.15

Η μελωδία της παρακμής

Τα Σάββατα της Άνοιξης ξυπνούσα πάντα νωρίς. Ο λόγος; Με ξυπνούσε ένα συγκεκριμένο ζευγάρι που περνούσε κάτω από το μπαλκόνι μου. Αυτός σε αναπηρικό καροτσάκι, με ακορντεόν και φωνή να παίζει κάποια επιτυχία του τότε. Κι αυτή απλά να σπρώχνει το καροτσάκι, βάζοντάς τον μέσα στους ανθρώπους.
Κάποια Άνοιξη η μουσική έπαψε. Ήρθε η κρίση, φύγαν οι μουσικές. "Θα άλλαξαν δρόμο", σκέφτηκα και το ξέχασα. Έτσι, γιατί αν αγνοείς την πιθανότητα του κακού, είναι σα να τη διώχνεις. Σα να δέχεσαι a priori πως η γάτα στο κουτί είναι ζωντανή, γατάκ Schrodinger. Πολλάκις επιβεβαιωμένο ως αποτυχημένη μέθοδος αποφυγής πραγμάτων και καταστάσεων. Μην τη δοκιμάσετε.
 Και πέρασαν κάμποσες Άνοιξες. Και χτες, χωρίς να σκέφτομαι κάτι σχετικό, ανασύρθηκε και με χτύπησε στα μούτρα, φωνάζοντας μου: "Τώρα, τι το ξεχωριστό έχουν τα πρωινά του Σαββάτου σου και πως θα τα θυμάσαι";

28.1.15

Μια υπενθύμιση



Μεγαλώνω. Δεν έχω μεγαλώσει ακόμα και δεν ξέρω και πόσο θα μου πάρει. Μη γελάς, χαμογέλα με κατανόηση. Και μη σου φαίνεται ελαφρύ κι αστείο. Είναι πιο βαρύ αν κάτσεις να το καλοσκεφτείς. Αν κάτσεις.
Τι έλεγα; Α, ναι. Μεγαλώνω. Και φοβάμαι πολύ μη μεταμορφωθώ σε κάτι που δε θέλω. Μη γίνω ένας από αυτούς που κορόιδευα. Μην κάνω μια μεγαλόπρεπη κωλοτούμπα. Συνειδητά. Μη ξυπνήσω μια μέρα και δε με αναγνωρίζω. Ασυνείδητα. 
Έτσι βρήκα ένα κόλπο. Σημαδεύω το κορμί μου με πράγματα που έχουν σημασία. Που είμαι εγώ. Αν τα δεις, θα νομίζεις πως είναι τατουάζ. Αλλά δεν είναι. Είναι υπενθύμιση να μην χάσω τα σημαντικά. Μια πληγή με αίμα και μελάνη. Να μην τα αφήσω ακόμα κι αν γίνουν βαρίδια. Να μην με χάσω, όσο κουραστικό κι αν είναι αυτό.
Αν θα τα καταφέρω δεν ξέρω. Θα μάθουμε μόλις μεγαλώσω, φαντάζομαι.

13.1.15

Ξανά παιδί



Δεν πρόφτασα να ζήσω τα παιδικά μου χρόνια σαν παιδί. Ήρθαν γρήγορα οι ευθύνες, σαν πρόωρη περίοδος ή τριχοφυΐα και όπως άλλοι ανακαλύπτουν τις αλλαγές του σώματος νωρίτερα από τους υπόλοιπους, εγώ έμαθα να ανακαλύπτω τα όριά μου. Ίσως για αυτό και δεν μεγάλωσα ποτέ, σαν να το έβαλα στόχο, αφού δεν είμαι παιδί, αφού είμαι κάτι άλλο, δεν θα είμαι ποτέ και ενήλικας. Κάθε μέρα παλεύω να κρατήσω τον στόχο μου ζωντανό, συνειδητά, ασυνείδητα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Κάθε μέρα παραχωρώ κι από ένα κομμάτι στον εχθρό. Σχεδόν κάθε μέρα συνοδεύεται από ήττα. Τις λίγες όμως νίκες τις πανηγυρίζω όπως τότε, που είχα πετύχει το νικητήριο γκολ, το νικητήριο καλάθι, που έφαγα το παραπανίσιο παγωτό ή που έκανα ένα μπάνιο περισσότερο. Κι ας έκλεβα συχνά τον εαυτό μου μπαίνοντας και βγαίνοντας 3-4 φορές σε κάθε μπάνιο. Κι ας κλέβω κάθε μέρα τον εαυτό μου σ’ αυτή τη μάχη. Θα χάσω. Ακόμα κι από μένα θα χάσω. Αλλά τότε θα έχω κερδίσει. Το παιδί θα είναι ξανά παιδί. Ένα άλλο παιδί.


Κι αυτό είναι το μόνο που μετράει.