Don Quixote

Don Quixote

23.11.12

Μια ιστορία του δρόμου παρτ του

Ναι, ήταν άνεργος. Το γεγονός αυτό αυτομάτως τον τοποθετούσε σε μια ισχυρή πλειοψηφία, τουλάχιστον για την ηλικία του, και από την άλλη του έδινε το χρόνο που ζητούσε για να δημιουργήσει. Κόντρα σε οτιδήποτε άκουγε και περνούσε σαν κυρίαρχη σκέψη, αυτός έβρισκε το 8ωρο αποκρουστικό, και συνεπώς έμοιζε ευτυχισμένος στη συγκεκριμένη εποχή. Εντάξει, υπήρχαν κάποια ντεσαβαντάζ, όπως ότι έπρεπε να ζει μαζί με τη μάνα του από τη σύνταξη του πατέρα του και να μένει ακόμα και τώρα, λίγο μετά τα πρώτα -άντα στο σπίτι των γονιών του, αλλά και πάλι, κανεις δεν είναι τέλειος. Ούτε και γκόμενα είχε, αλλά τουλάχιστον  είχε καλή σύνδεση στο Ιντερνετ και φαντασία, άλλωστε ήταν πεπεισμένος πως όλα αυτά ήταν "δανεικά" και κάποτε θα έβρισκε την πραγματική ευτυχία και τότε δε θα τον ένοιαζε τίποτα. Σιγά μη μπορούσε να ορίσει τι είναι πραγματική ευτυχία, αλλά και ποιος μπορεί. Στο παζλ των στιγμών που μπορούσε να χαρακτηρίσει ευτυχισμένες σίγουρα έλειπαν αρκετά κομμάτια για να προσπαθήσουμε να κάνουμε έστω και μια αν-ασφαλή εκτίμηση για το τι εικόνα επρόκειτο να σχηματιστεί.

Έγραφε, ζωγράφιζε, φωτογράφιζε. Προσπαθούσε να ανακαλύψει σε τι ήταν καλός, γενικά το κυνηγούσε το πράγμα, δε το άφηνε στην ησυχία του. Ήταν σίγουρος πως θα είχε κάποιο ταλέντο που θα του εξασφλαλιζε αυτά που λέγαμε μια παράγραφο πιο πάνω, και έτσι δεν προνοούσε για καμιά καβάτζα. Είχε και τις εμμονές του είναι αλήθεια, αλλά ποιος δεν έχει και ποιος δεν έχει νιώσει το κέντρο του κόσμου έστω και για μια φορά στη ζωή του. Δείξτε μου έναν τέτοιο κάποιο και γω θα σταματήσω να γράφω εδώ!

Η κύρια εμμονή του είναι πως του άρεσε να σκαρώνει σενάρια. Εκεί που ήταν αμέριμνος και οδηγούσε πχ το αυτοκίνητο της  μάνας του, άρχιζε να καταδιώκει τον μπροστινό του λες και βρισκόταν σε κάποιο κακόγουστο αστυνομικό μπι μουβι. Αγαπημένο σενάριο, του είχε κοστίσει ένα σπασμένο φανάρι και τρία σπασμένα πλευρά (σε διαφορετικές περιπτώσεις). Άλλες φορές άρχιζε κουβέντες με αγνώστους, πόσοι είχαν πάει σπίτι τους νομίζοντας πως είναι κερατάδες ή πως χρωστάνε 3 καταναλωτικά δάνεια δε λέγεται-από αυτό δεν είχε φάει ξύλο είναι αλήθεια. Πάντως πίστευε πως "αναστατώνοντάς" τους θα γέμιζε τη μίζερη-για αυτόν ζωή τους. Όλες τις ζωές τις θεωρούσε μίζερες a priori, μια μικρή σύμβαση που του επέτρεπε να "δημιουργει" τα σενάρια του όποτε ήθελε και χωρίς πρώτα να κάνει "background check"(που λένε και στο hollywood) στο εκάστοτε καστ.

Και έτσι,  όταν μια μέρα βρέθηκε στη μέση μιας "διασταύρωσης πυρών" σε ληστεία τράπεζας, και λίγο πριν αποδημήσει εις οπουδήποτε εκτός από δω,χάρη στην καθυστέρηση του ασθενοφόρου που αργότερα θα μαθαίναμε πως είχε πάει να παραλάβει κάποιον μάλλον ακροδεξιό που είχε φάει μια γλάστρα στο κεφάλι και ούτε αυτός εν τέλει τη γλίτωσε, αναλογίστηκε, για πρώτη φορά ίσως, πως ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω του, και πως τα σενάρια του ωχριούσαν μπροστά στην πραγματική ζωή...Εκεί ήταν ένας κομπάρσος..Ένας μάλλον σκληρός τρόπος για να μάθεις ένα μάθημα που πιθανότατα δε θα σου χρησιμέυσει ποτέ, αλλά και πάλι, μπορούμε πάντα να ελπίζουμε στην μεταθάνατον συνέχεια...





20.11.12

Μια ιστορία του δρόμου

Κλείστηκε στο σπίτι και άνοιξε το λαπτοπ για να συνδεθεί με τον έξω κόσμο. Τόσο αντιφατικό σαν πρόταση που αρνούμαι να τη σχολιάσω περαιτέρω. Απασχολήθηκε κανενα τρίωρο. "Να αυγατίζει το μεροκάματο", έλεγε. Στην πραγματικότητα το "μεροκάματο" ήταν ένα 15ευρο που του δινε η μάνα του, εδώ και 3 χρόνια που ήταν άνεργος δηλαδή, τα 2/3 του οποίου τα "επένδυε" καθημερινά σε ποδοσφαρικά στοιχήματα, και το υπόλοιπο ήταν ο καπνός, ο καφές ή η μπύρα του. Προφανώς και τις περισσότερες φορές οι "επενδύσεις" του δεν απέφεραν τα αναμενόμενα, αλλά και όταν το έκαναν, κανένα μπουκάλι σε κανένα σκυλάδικο κι αυτό ήταν.

Κοπενχάγη, Ελσίνκι, Μονακό. Όχι, δεν είχε ταξιδέψει ούτε ήταν και ονειρικοί προορισμοί. Ομάδες που είχε χάσει στο στοίχημα ήταν και τις μισούσε θανάσιμα. Ότιδήποτε ξένο το μισούσε. Δεν είχε ταξιδέψει ποτέ του κι ούτε ήθελε. Έτσι δεν καταλάβαινε και κείνους τους ξένους που χαν έρθει στη γειτονιά του. Γιατί δεν κάθονταν σπίτι τους; Ο κύριος Γιώργος του είπε πως αυτοί φταίνε που δεν έχει δουλειά. Ο κύριος Γιώργος ξέρει, είναι δικηγόρος. Δε μπορεί να μη δε ξέρει. 

Κοπέλα δεν είχε. Ας είναι καλά οι πουτάνες. Ελληνίδες όμως. Μη κολλήσει τίποτα από τις βρωμιάρες τις άλλες. Και για κει η μάνα του έδινε. 32 χροννών μαλάκας. Από φίλους; 2-3 σαν κι αυτόν, θα μπορούσαν να είναι αδέρφια του, από μια άλλη οικογένεια όμως, που ο πατέρας του δεν είχε φύγει με τη Ρωσιδα, αλλά που καθόταν στο σπίτι, στην ωραία του οικογένεια, και όποτε είχε πρόβλημα στη δουλειά ή έχανε η ομάδα θα κατέβαζε τα μούτρα της μάνας του, ή οτιδήποτε άλλο, αρκεί την Κυριακή να τρώγανε στο ίδιο τραπέζι, και μετά να τον πήγαινε για μπάλα. Άλλωστε γυναίκα ήταν, ένα χεράκι ξύλο που και που καλό έκανε. Γιαυτό πάντως μισούσε τους ξένους. Είχαν έρθει, του πήραν τον πατέρα και τη δουλειά.

Κανένα βράδυ έβγαινε καμιά βόλτα με τους άλλους, κι αν έβρισκε κανέναν καργιόλη τον κυνηγούσε. Άμα δε ήταν και "εξοπλισμένοι" του την πέφτανε και πιο άγρια. Να μάθει. Μας παίρνουν τις δουλειές μας παίρνουν και τις γυναίκες. Και τα ζώα τα μισούσε, ίσως επειδή δεν είχε ποτέ του, ίσως επειδή αυτά έπαιρναν χάδια που αυτός δε θα παιρνε ποτέ. Όλα τα μισούσε βασικά. Και η ζωή κυλούσε μέσα στη γενικότερη μιζέρια της εποχής, χωρίς αυτός να αντιλαμβάνεται ή να θέλει να αντιληφθεί περισσότερα. Τις επιλογές του τις είχε κάνει, όταν άφηνε τις καταστάσεις να επιλέξουν για αυτόν, όταν "παραδίδονταν" στην ευκολία του πρώτου πράγματος που έβλεπε μπροστά του.

Έτσι, όταν μια μέρα περπατούσε, επέλεξα σα συγγραφέας να "αφήσω" μια γλάστρα από τα χέρια μια γηραιάς κυρίας  και να κόψω το νήμα της μίζερης ζωής του, δε νομίζω πως έκανα κακό σε κανέναν. Ίσα ίσα μερικοί μετανάστες σιωπηρά θα με ευγνωμονούσαν τα βράδια αν ήξεραν. Μόνο στη μάνα του έλειψε, αλλά κι αυτή μεταξύ μας ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω της, και λίγο καιρό μετά, στη καινούρια της γειτονιά, απολάμβανε την ελευθερία του αυτοπροσδιορισμού της. Δεν ήταν η γυναίκα, η μάνα ή η κόρη κάποιου. Ηταν αυτή.

Μακάρι βέβαια να ήταν τόσο εύκολο να σβήσουμε μια τέτοια ιδεολογία που τη γεννά ένα κυρίαρχο σύστημα ξένο προς εμάς, αλλά για να το κάνουμε, το πρώτο βήμα είναι να κατανοήσουμε τα τρωτά της, και να ξεχωρίσουμε το γάιδαρο από το σαμάρι πριν είναι πολύ αργά... Καληνύχτα σας!


5.11.12

Ετσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη..

Πήρε ένα κομμάτι χαρτί, και το ζωγράφισε μαύρο με το μαρκαδόρο, προσπαθούσε βλέπεις να διώξει όλη τη μαυρίλα που είχε η ψυχή του. Ο μαρκαδόρος τελείωσε, κι αυτός εκεί, με το στήθος του να ζυγίζει 1,5 τόνο, και το κεφάλι του φράγμα που κόντευε να υπερχειλίσει από σκέψεις, και χωρίς έστω να υπάρχει μια μικρή βαλβίδα ασφαλείας (είχε χρόνια να κλάψει) ήταν θέμα  χρόνου να έσπαγε και να μετατρέπονταν σε ένα κόκκινο συντριβάνι, γεμάτο αίμα και φαιά ουσία. Μακάρι να ήταν έτσι δηλαδή, αυτό θα ήταν θεαματικό, αυτό θα ήταν τροφή για τα σκυλιά, άλλωστε αυτό δε ζητάνε, άρτο και θεάματα και μιας και δεν είχε άρτο....

Στην πραγματικότητα βέβαια ήξερε πως αποκλείεται να συνέβαινε έτσι...ένα μικρό αγγείο θα έσπαγε και θα έκανε τη ζημιά. Ήταν σίγουρος. Τον εκνεύριζε που ο θάνατος του δεν θα ήταν εντυπωσιακός, ίσως επειδή αρνούταν να συνηθίσει στους σιωπηλούς θανάτους των τελευταίων χρόνων, νούμερα σε μια φρικαλέα στατιστική, οπότε σκεφτόταν πως κάτι εντυπωσιακό ίσως να προσέφερε και ένα σοκ, δεν ήξερε όμως πως θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο ένα σοκ σε ένα πτώμα σε βαθιά σήψη, όπως ήταν η κοινωνία γύρω του. 

Οι περισσότεροι του θύμιζαν κακοφτιαγμένα ζόμπι ταινιών του 60', και όλοι οι υπόλοιποι χωρίζονταν σε καρικατούρες κωμωδίας με την Αλίκη Βουγιουκλάκη ή προβληματισμένους ήρωες ενός μέτριου σήριαλ του Παπακαλιάτη. Δε μπορούσε να δεθεί με κανέναν. Ένιωθε και ήταν μόνος.Όσοι ένιωθαν σαν κι αυτόν, σίγουρα έκαναν απόπειρες να το αλλάξουν, είτε στις σύγχρονες συστημικές φυλακές των ευρωπαικών μεγαλουπόλεων, είτε στην εκούσια εξορία της επαρχίας, εκτός είπαμε, κι από αυτούς που έπαιρναν φόρα και εκμεταλεύοταν τα φοβερα προνόμια που έδινε η κυβέρνηση για εθελούσια έξοδο από τη ζωή. Δωρεάν κηδεία σούπερ ντελούξ και φέρετρο από Οξιά,-να ένας κλάδος που γνώριζε φοβερή ανάπτυξη για να αποστομώσουμε και τα παπαγαλάκια...

Πήρε μια Υδρόγειο, και ένα ξυραφάκι, το δάκτυλο του έγινε πινέλο..Λίγο μετά που είχε τελειώσει οι αισθήσεις του τον εγκατέλειψαν. Τελευταία σκέψη πριν τον αφήσει κι η ψυχή του ήταν πως αυτός είχε καταφέρει να βάψει τη γη κόκκινη. Ήταν στο χέρι των άλλων να αποφασίσουν αν θα είναι από ζωή ή θάνατο. Σίγουρα τους είχε κάνει να κοκκινίσουν από ντροπή.. Το μπαλάκι ήταν πια στη δικιά τους μεριά 



1.11.12

Μαύρες τρύπες κι αστέρια

Έχω ένα πακέτο τσιγάρα. Μαγικά. 20 τον αριθμό. Όποτε χρειαστεί ανάβω ένα και αμέσως βρίσκομαι εκεί που λαχταρώ. Αυτό με έχει γλυτώσει άπειρες φορές στο παρελθόν από άβολες καταστάσεις. Μάχες που απλά δεν έδωσα. Απλά άναβα το τσιγάρο και αντίο. Όπου ήθελα, σε τόπους και χρόνους σπάνιους. Για όσο διαρκούσε το τσιγάρο. Μετά επέστρεφα πάντα στο κρεβάτι μου, Πέμπτη βράδυ 10 χρονών 9:25. Πέντε λεπτά πριν την ώρα που έπεφτα για ύπνο. Διαβασμένος και έτοιμος για σχολείο. Ανυποψίαστος γιατί θα ακολουθούσε στο μέλλον. 

Γιατί 10; Γιατί εκεί νομίζω πως έσπασα και την τελευταία δικλίδα ασφαλείας με την παιδικότητα. Και μαλακίες λέω, δεν έχω τέτοιο πακέτο. Αλλά και να χα, 20 είναι, θα τελειώνανε-σιγά μην έκανα σωστή διαχείρηση. Οπότε τι μένει, κάτι βραδίες σε σταθμούς τρένων, λεωφορείων αεροδρόμια, να ψάχνεις περιμένοντας τη λύση στις γραμμές ενός βιβλίου, ή στους στίχους ενός τραγουδιού. 

Και καθώς αυτά συγκρούονται μέσα σου γεννιούνται αστέρια και μαύρες τρύπες. Και βλέπεις το φωτεινό του αστεριού, και βρίσκεις μια λύση έστω για λίγο, και ξαναγυρίζεις στο παιδικό σου κρεβάτι, κοιτάς δίπλα την τσάντα, και το μεγαλύτερο σου πρόβλημα είναι τι θα πάρεις να φας στο κυλικείο, και γιατί δε σου τυχαίνει ο Κρέσπο μετά από τόσα φακελάκια panini που έχεις αγοράσει. Ένα σκοινί, ανάμεσα στους σταθμούς της φυγής και στην ασφάλεια του παιδικού σου δωματίου και συ να προσπαθείς να ισοροπήσεις πριν γίνει θηλιά. 

Όμως η μαύρη τρύπα δεν ησυχάζει σε τραβάει μέσα της και σε ξερνάει στο δρόμο. Στο 2012, στο φασισμό, στην ανεργία στις γαμημένες ανθρώπινες σχέσεις, στον πόλεμο. Έναν πόλεμο χωρίς στολές, με στρατόπεδα δυσδιάκριτα, και σφαίρες αληθινές, θύματα πολλά. Και θες να βρεις έναν καθρέφτη και να κοιτάξεις το 10χρονο εαυτό σου, αλλά τους έχεις σπάσει όλους και νιώθεις πως ακόμα κι αν κοίταζες δε θα σου άρεσε αυτό που θα βλεπες.

Περπατάς, γύρω σου εκπτωτικά κουπόνια σε ανθρώπινη μορφή..Εκπτώσεις στην ηθική, εκπτώσεις στη ζωή, "απλά αφήστε με στην ησυχία μου" φωνάζουν, και παγώνουν ότι ζωντανό προσπαθεί να ανθίσει. Θες να φωνάξεις, αλλά διαπιστώνεις πως κι εσύ είσαι κουπόνι και δεν έχεις πια φωνή, 

Ξαφνικά ένα χέρι σ'αρπάζει, σε στρίβει, σε κάνει τσιγάρο και εξαφανίζεστε μαζί. Για λίγο μέχρι να καείς, και μένεις στάχτες, και το χέρι φεύγει, αλλά πριν φύγει αφήνει ένα εισiτήριο δίπλα σου, και συ βρίσκεσαι ξανά στο σταθμό προσπαθώντας να φτάσεις στο παιδικό σου δωμάτιο Πέμπτη βράδυ 9:25. 


.