Don Quixote

Don Quixote

21.9.15

Κυριακή στο χωριό (πρόβες θανάτου)



Πήγα και γω από το Σάββατο να ψηφίσω. Την Κυριακή το μεσημέρι την πέρασα στο χωριό. Εκεί άκουσα μια ιστορία από τον πατέρα μου, απότοκο μιας νοσταλγίας που κουβαλά μαζί της ο ερχομός της συνταξιοδότησης. Πριν συνεχίσω, να προσθέσω πως παρά το τεράστιο μέγεθος της αυτοκαταστροφής που κουβαλάνε και τα 2 σόγια, δεν νομίζω πως θα πάψουν ποτέ να με εκπλήσσουν οι νέες πληροφορίες που  μαθαίνω. Απλά θα μου εξηγούν κάπως, κάποιες δικές μου συμπεριφορές.

Έμαθα λοιπόν πως ο προπάππους μου, κάποια στιγμή κουράστηκε να ζει, οπότε κάθε απόγευμα πήγαινε στο νεκροταφείο του χωριού και έσκαβε τον τάφο του. Κυριολεκτικά. Έμπαινε μέσα και μετρούσε. Απόγευμα το απόγευμα. Για κάποιον λόγο, έπαιρνε μαζί και τον πατέρα μου. Μέχρι που τον έφτιαξε. Με μάρμαρα και όλα. Είχε έτοιμο και κουτί.

Όταν πέθανε, μια δεκαετία μετά και έναν μήνα ακριβώς μετά το θάνατο της προγιαγιάς μου, δε χρειάστηκε να γίνει μεγάλη βαβούρα. Απλά τον ξανάνοιξαν και τον τοποθέτησαν δίπλα στη γριά του που είχε θαφτεί πρώτη και που ποτέ κανένας δεν την άκουσε να δηλώνει κουρασμένη."Είχε προνοήσει είπαν".

Εγώ κατάλαβα, πως ένας άνθρωπος, για χρόνια ολόκληρα, ξάπλωνε στο ζεστό του στρώμα ή στο παγωμένο χώμα κάνοντας πρόβες θανάτου. Ένας άνθρωπος, στον αυτόματο πιλότο, περιμένοντας να φτάσει στο τέρμα. Μια σημερινή κοινωνία ξαπλωμένη στον καναπέ να περιμένει την κατάρρευση. Μια Πομπηία ολάκερη να παρακαλάει το ηφαίστειο να σκάσει.

Μια Δευτέρα μετά τις εκλογές.


6.9.15

Το τραυματισμένο καλοκαίρι μας

Ήταν το καλοκαίρι της αμφιθυμίας. Ξεκίνησε αναμφίβολα με υποσχέσεις, πολλές περισσότερες απ’ όσες ένα καλοκαίρι του 21ου αιώνα μπορούσε να προσφέρει και κατέληξε συντετριμμένο σε κάποια γωνία να μαζεύει τα κομμάτια του.

 Μαζί του για άλλη μια φορά και μεις. Φορώντας την αμφίεση του ηττημένου. Μια αμφίεση που είμαστε σίγουροι πως την είδαμε να καίγεται, αλλά τελικά όχι. Και μετά πως γίνεται να μην σε πλημμυρίσει η αμφιβολία;

 Ειδικά αν ήσουν πάντα αισθηματίας, ένα αμφίβιο της εποχής, ανέπνεες στον έρωτα, στην ουτοπία και υποκρινόσουν ζωή στην καθημερινότητα. Στους δρόμους και στα αμφιθέατρα. Όσο κι αν, αναμφισβήτητα, «τα  ηττημένα μας βράδια ήταν φυσικά περισσότερα από τα θριαμβευτικά πρωινά», είχες πια κερδίσει το δικαίωμα της μέρας της μαρμόττας. 

Να προσπαθείς μέσα στο πλαίσιο, μέχρι να το γκρεμίσεις αμφισβητώντας συνεχώς τα πάντα, μαζί και σένα. Δεν ήταν πάντα αμφίδρομο, κι έτσι φοβήθηκες πολλές φορές –ποιος δε θα φοβόταν άλλωστε; 

Όμως να σαι σίγουρος, πως κάθε φορά που αμφιταλαντευόσουν και έγερνες προς τη σωστή κατεύθυνση, γεννούσες όλα εκείνα που θα μας φέρουν καλοκαίρια, περήφανα για τη φωτιά που κουβαλάνε. Εκείνη που σου καίει τον αμφιβληστροειδή. Εκείνη που θα κάψει κάθε τι αμφιλεγόμενο.