Don Quixote

Don Quixote

26.7.13

Μια νέα αρχή

"Η δυστυχία είναι μόνιμη. Η ευτυχία χάνεται σε στιγμές". Έτσι μου είπε και με έβαλε σε σκέψεις. Μια ανθρώπινη ιστορία γραμμένη με τα γράμματα της δυστυχίας, με κείνα τα χαμένα δευτερόλεπτα (δε κάνουν παραπάνω από λεπτό αν τα αθροίσεις) που αναρωτιέσαι το "γιατί". Γιατί δεν έκανες, γτ δε μίλησες, γιατί. Και έτσι μας μένει ο ρόλος του να ζήσουμε στη δυστυχία, να γράψουμε για αυτή. "Είμαστε μπροστά από την εποχή μας" ξανάπε, "φυσικά και θα δυστυχήσουμε". Μα αν γράψω θα καώ σαν κεράκι -από αυτά τα φτηνιάρικα των Τζάμπο, πριν περάσει καν το βράδυ. "Κάντο", είπε και έκλεισε το τηλέφωνο, λέγοντάς μου να προσέχω. Πόση αντίφαση να χωρέσει σε μια πρόταση. Και να 'μαι εδώ μαζεύοντας σκόρπιες λέξεις μέσα στο χάος του μυαλού μου προσπαθώντας να διηγηθώ ιστορίες. Αυτή είναι η ανάγκη μου. Για μοίρα δε ξέρω. Νομίζω πως μπορώ να κάνω κι άλλα πράγματα, αλλά σίγουρα μέσα σ' αυτό νιώθω πιο άνετα. Τυλίγω τη ψυχή μου φιόγκο και τη χαρίζω σε αντίτυπα, σε βιουζ, σε λάικς. Ξέρω γω, μου αρκεί να βρείτε μέσα σ'αυτό τον εαυτό σας. Εγώ;  Α, εγώ δε ξέρω, θα ζω για να γράφω και να καίγομαι λίγο λίγο κάθε φορά, ελπίζοντας να βρω έστω και λίγη λάμψη. Ας αρχίσουμε λοιπόν το νέο μας ταξίδι....



20.7.13

Είπαν-Κάρλο Τζουλιάνι Γ.Παπαδόπουλος-Τετράδης 29/7/2001

"Με δυο σφαίρες στο κεφάλι πυροβολήθηκε η θέληση των Ανθρώπων να αντισταθούν στην πολιτική του διαρκούς κέρδους. Θανατώθηκε προς στιγμή μέσα απ' το άψυχο σώμα του 23χρονου Κάρλο Τζουλιάνι, που αφού εκτελέστηκε εν ψυχρώ από τους δούλους, των κυρίων που ζουν στα παλάτσα, ξανασκοτώθηκε από τις ρόδες του τζιπ, που πέρασε από πάνω του για σιγουριά. Οτι δεν θα ξανασηκωθεί να τους πετάξει τον πυροσβεστήρα, φωνάζοντάς τους κατάμουτρα την Αλήθεια που φρικιάζουν ν' ακούσουν. Οτ' είναι τυλιγμένοι με πανοπλίες παλιάτσικες, σηματάκια, κορδονάκια, φιγουρατζίδικα εξαρτήματα μιας αποκριάς που κορδώνεται μπροστά στον καθρέφτη, και προσπαθεί να ντύσει το μηδέν με κάτι που να το κάνει μισό, έστω, ένα. Αλλά ο τρόμος παραμένει. Ζωγραφισμένος στις πανοπλίες που μαρτυρούν τη γύμνια. Εξοπλισμοί στο κεφάλι για προστασία από όπλα που κανείς ποτέ διαδηλωτής δεν έχει. Εξοπλισμοί στο σώμα για προστασία από όπλα, που κανείς ποτέ διαδηλωτής -ούτε οι ακραίοι- δεν έχει. Εξοπλισμοί στα πόδια για προστασία από όπλα, που κανείς ποτέ πολίτης -ούτε οι ακραίοι- δεν έχει. Εξοπλισμοί στα χέρια για προστασία απ' τις πέτρες και για απάντηση στις πέτρες σφαίρες, χημικά, ραβδιά, για έναν πόλεμο, που κανείς διαδηλωτής δεν άνοιξε με όπλα.Ενας κινούμενος τρόμος, τρομοκρατημένος, φοβισμένος μέχρι τη ραχοκοκαλιά, ένα κινούμενο καθοδηγούμενο εκπαιδευμένο να κινείται από ένα μόνο ένστικτο: το φόβο. Αυτόν που του εμπνέει ο καλογυαλισμένος κύριος με το κουστούμι μέσα στην απαστράπτουσα λιμουζίνα που παριστάνει τον εκπρόσωπο του λαού. Κι αυτός, ένα φοβισμένο ανθρωπάκι, με ξεχωριστή αντρειοσύνη όταν απέναντι κουνάει το δάχτυλο στον αφελή, αμόρφωτο, εκβιαζόμενο απ' την ανεργία της κόρης ψηφοφόρο, αλλά πρόθυμο ταραγμένο οσφυοκάμπτη, όταν του κουνήσει το δάχτυλο το πραγματικό αφεντικό, που κρύβεται -ή δεν κρύβεται- πίσω από την αναπαυτική πολυθρόνα των μπίσνες. Των κάθε είδους μπίσνες. Από αυτές που πωλούνται ως δημόσιο συμφέρον μέχρι εκείνες που βαφτίζονται εθνικό συμφέρον, κοινοτικό συμφέρον, διεθνής εικόνα, παγκόσμια ισορροπία νέα τάξη πραγμάτων, που είναι τόσο παλιά όσο παλιός είναι και ο πρώτος πρωτόγονος που αμφισβήτησε τη γεροντοκρατία των σπηλαίων. Οταν με ρωτάνε το ίδιο πάντα ερώτημα, σκέφτομαι την ίδια πάντα απάντηση. Θυμάσαι στις παλιές φτωχικές γειτονιές πόσο κοντά, πόσο ζεστά ήταν οι άνθρωποι μεταξύ τους; Πόσο συχνά γελούσαν, τραγουδούσαν, κλαίγαν αντάμα, εμπιστεύονταν τον μπακάλη, ελέγχανε τον μανάβη και τον φούρναρη; Θυμάσαι πόσο αφεντικά ήταν του σπιτικού τους;Κοίταξε γύρω σου. Κοίτα τον εαυτό σου, το σπίτι σου. Και μέτρα. Κοίταξε τον πατέρα σου και τη μάνα σου. Και ρώτα μια νύχτα ειλικρινά το μέσα σου. Σαν αφεντικό του εαυτού σου και της φαμίλιας σου, σαν ελεύθερος άνθρωπος να διαλέγεις, να ορίζεις την τύχη σου, σαν ευτυχισμένος, γεμάτος, πλήρης άνθρωπος, είσαι μπροστά ή πίσω απ' τους γόνους σου;Και μέτρα και το ποσοστό της ευθύνης που σου αναλογεί, που αναλογεί στον καθένα μας για το πιο μεγάλο έγκλημα που διαπράττουμε κάθε μέρα, κάθε στιγμή σε βάρος της ίδιας μας της ζωής: Ανεχόμαστε. Αδιαμαρτύρητα. Υποτελικά. Αβουλα. Ανεχόμαστε. Αυτό είναι το όπλο των εκμαυλιστών μας. Οτι ανεχόμαστε. Γι' αυτό καθείς που δεν ανέχεται είναι απειλή μεγάλη. Γι' αυτό ο Τζουλιάνι, και κάθε Τζουλιάνι έπρεπε να πεθάνει. Και να συνθλιβεί για σιγουριά. Οσο πιο πολύ τον πατάτε, τόσο πιο βαθιά φυτρώνει στο χώμα. Κι όσο πιο βαθιά φυτρώνει, τόσο πιο μεγάλο γίνεται το λουλούδι του. Κάρλο Τζουλιάνι, σε έσπειρε όπως πάντα το χέρι του θεριστή. Και σε ποτίζουν όπως πάντα τα δάκρυα των άδολων Ανθρώπων. Θα γίνεις το άνθος μιας ακόμη καλλιέργειας. Στα χωράφια απ' όπου παίρνουμε τον καρπό της Ελπίδας. Για ένα καλύτερο αύριο."

17.7.13

Είπαν-30

Παλίρροια

Λιγνό απόβραδο στο σκάμμα της Κυριακής
είσαι πενήντα ετών
αύριο
έχεις
σχολείο
(Γιώργος Πρεβεδουράκης,
στιγμιόγραφο, εκδοσεις Πλανόδιον 2011)




Τι μπορεί να περιγράψει ένας αριθμός; Ποιες εμπειρίες, ποια βιώματα και ποια άγχη συνοψίζονται, λίγο πριν, λίγο μετά τον αριθμό 30; Τι μοιραζόμαστε; Τι φεύγει; Τι πλησιάζει;
-Απλά μεγαλώνουμε, αυτό είναι όλο. Πάντα γινότανε και πάντα θα γίνεται. Κάθε εποχή, κάθε φορά το ίδιο είναι.
Κι όμως, δεν είναι το ίδιο.
Η ηλικία των 30 στην Ελλάδα της κρίσης μας μιλά για τον διαψευσμένο μέλλοντα του παρελθόντος μας, για την ενατένιση ενός ορίζοντα που πνίγηκε στα επιτόκια, τα χρεολύσια, τους δείκτες της καθόδου. Μας μιλά για μια παρατεταμένα κλεμμένη ενηλικίωση. Στην Ελλάδα της κρίσης η ηλικία αυτή μασάει πράσινο και φτύνει μαύρο.
Ζούμε φρακαρισμένοι ανάμεσα σε μια βιολογία που σπρώχνει την ηλικία μπροστά, με τρόπο σταθερό και απόλυτο και μια πραγματικότητα που την τραβάει απότομα πίσω επιβάλλοντας παύση. Γιατί η ανεργία του 60% δεν σημαίνει απλά έλλειψη δουλειάς, δεν ξηλώνει απλά τις όποιες τσέπες ζορίζοντας τη μέρα και τη νύχτα. Είναι η γόμα που σβήνει την όποια γραμμή αφετηρίας, φορτώνει βαρίδια στην όποια τυφλή αναμονή, ζωγραφίζει το ξερίζωμα του εαυτού και των γύρω.
-Τα γραφεία της εταιρείας έκλεισαν. Η Ελένη θα φύγει. Της έδωσαν δουλειά στα κεντρικά στο Λουξεμβούργο. Θα πάει. Εδώ τι να κάνει;
-Και συ;
-Ίσως να πάρω άδεια σε λίγους μήνες. Θα δούμε.
Και ενώ αραιώνουν τα μαλλιά και πληθαίνουν τα σφραγίσματα, οι φίλοι σηκώνουν τα τηλέφωνα όλο και πιο αραιά ακόμα πιο αραιά τηλεφωνούν. (-Πρέπει να φύγω ξυπνάω χαράματα). Το σώμα λασκάρει, τα βράδια μικραίνουν, πού βρέθηκαν όλοι αυτοί οι νεότεροι και τι είναι αυτό που νυχτώνει; Πού βρίσκεται ο κόσμος που θα σου δινόταν; Δόθηκε τελικά κοψοχρονιά σ' έναν συλλέκτη, αγορασμένος σ’ ένα κατάστημα με μεταχειρισμένα. Και ο φίλος που περιπλανήθηκε σε νοίκια, ταξίδια, σπουδές έξω, ευρύχωρα όνειρα και απόλυτες διατυπώσεις, γυρνά πίσω στο παιδικό δωμάτιο στο σπίτι των γωνιών. Το παιδικό κρεβάτι όλο και μικραίνει, ενώ κανείς δεν μεγαλώνει.
Γερνάς σημαίνει συνηθίζεις στο να θυμάσαι. Πια η ανάμνηση πάει αγκαλιά με την αθωότητα, εξιδανικεύει, μεταμορφώνει σε γλυκό γεγονός την παλιά κάθε μέρα. Και συ πιάνεις τον εαυτό σου να χαζεύει φωτογραφίες, να ψάχνει παλιές παιδικές σειρές στα διαδίκτυα, να αναμασά παλιά, πολύ παλιά, αστεία. Και θυμάσαι πόσο απάτητοι έμοιαζαν τότε οι πρώτοι δρόμοι και τον ενθουσιασμό για κάτι το οτιδήποτε, και πως τα ποτήρια γεμίζαν με το τίποτα –τώρα καταπίνουν λαίμαργα την υπερβολή– και τις νύχτες που ξέχασες το όνειρο ξεσκέπαστο και τώρα ξυπνάει παγωμένο. Στην παλινδρόμηση των ηλικιών το εκκρεμές χτυπάει πάντα στα 30, πάνω απ την παλίρροια των ετών.
[Η Χριστίνα παράτησε να διαβάζει το άρθρο σε αυτό ακριβώς το σημείο. Την πήραν τηλέφωνο για μία θέση. Πωλήτρια αρωμάτων σε αλυσίδα καταστημάτων. Ίσως αύριο να χει δουλεία. Η Χριστίνα που τέλειωσε τη φιλοσοφική και ένα μεταπτυχιακό σε κάποια Σορβόνη.]
Η κρίση βαθαίνει και συ πάτησες τα 30. Για πολλούς σαν και σένα το άγχος της ηλικίας και το άγχος της γύρω κατάστασης χτυπούν στην ίδια ταχυκαρδία. (Κοιτάς τους γύρω σου συγγενείς, γονείς, αγνώστους μιας μεγάλης ηλικίας και σκέφτεσαι: ας μην τρελαθούμε δεν είναι αυτό γερατειά, έχει δρόμο. Ναι έχει δρόμο, μα είναι τα γερατειά της παιδικής ηλικίας.) Και οι μέρες περνούν κλέβοντας ίντερνετ, κλέβοντας βιβλία, κλέβοντας χρόνο. Κατεβαίνουμε ακόμα σε πορείες, παθιαζόμαστε ακόμα σε κουβέντες, επαναλαμβάνουμε τις πρόχειρες ιεροτελεστίες της συνήθειας. Συνηθίζουμε αυτό το «ως εδώ όλα καλά, ως εδώ όλα καλά». Άλλοι προχωρούν και άλλοι μένουν πίσω. Άλλοι στήνουν οικογένειες, άλλοι πρόλαβαν να τις διαλύσουν. Οι περισσότεροι ελπίζουμε, φτιάχνουμε, περιμένουμε, χαμογελούμε διακριτικά. Άλλοι απλά μοιράζονται τα τραπέζια. Δίπλα σου ακούς: «Μην ζητήσεις τίποτα, τίποτα από αυτούς. Κουτσά στραβά μεταξύ μας. Μαζί θα το προσπαθήσουμε. Μην τους αφήσεις να σου πουν τι θα κάνεις.» Και έρχονται μπροστά σου λίγοι στίχοι που έγραψες ή διάβασες, -δεν έχει διαφορά, δεν έχει σημασία-:
«Στέκει εκεί και κάθε μία ώρα μου υπενθυμίζει πως δεν έχω πολύ χρόνο. Και 'γω περιπλανιέμαι σε ένα σπίτι που όλο μεγαλώνει,
σταματώντας για λίγο, κάθε τόσο,
συνεχίζοντας για λίγο, κάθε τόσο.
Έτσι, προχωρούμε όλοι εμείς, άνθρωποι και σκιές, τρυπημένοι από το χρόνο. Βυθομετρώντας τις επιφάνειες, δωροδοκώντας τις λέξεις, εξετάζοντας εκεχειρίες. Όλοι εμείς, που βγήκαμε από τη σκιά για να βρούμε το σκοτάδι.»
(Σημασία έχει να δεις τι θα κάνεις με το χρόνο που σου δόθηκε. Και όπως και να χει, μην τους αφήσεις να σου πουν τι θα κάνεις.)

http://tsalapatis.blogspot.gr/

14.7.13

Ταύρος στην Παμπλόνα

Βλέποντας τις εικόνες από την Παμπλόνα, δε μπορείς παρά να κάνεις συγκρίσεις και να φτιάξεις αναλογίες με τη σημερινή εποχή. Ταύροι είμαστε και μεις μέσα σε ένα πλήθος που διψάει για άρτο και θεάματα. Ταύροι που μόλις έχουμε βγει από τη φυλακή μας και τρέχουμε κατατρομαγμένοι σε στενά σοκάκια ενώ γύρω μας αλαλάζουν αλλόφρονες. Η διαδρομή σύντομη, όσο κι αν μοιάζει αιώνια κάποιες φορές. Και το τέλος; Πάλι στον τρόμο του κλουβιού σου. Μέχρι να βρεθείς στην αρένα βορά στις ορέξεις του ταυρομάχου, πρωταγωνιστής για ένα αιμοδιψές πλήθος που ζητάει το κεφάλι σου. Καμιά σωτηρία στον ορίζοντα. Μόνο μικρές νίκες, όταν, λίγο πριν πεθάνεις, καταφέρεις να πληγώσεις, έστω και λίγο αυτούς που φταίνε. Γενναίο ζώο.




8.7.13

Σ' όποιον μπορεί να ακούσει

35η μέρα απεργίας πείνας του Κ.Σακκά. Μια αναμονή παντού. Απέναντι σε μια κυβέρνηση που προσπαθεί να απονομιμοποιήσει και το καλοκαίρι το ίδιο, ποινικοποιώντας ιδεολογίες, ανοίγοντας μέτωπα παντού. Στην εκπαίδευση, στη δικαιοσύνη, στο μεταναστευτικό, όπου κι αν πας μυρίζει ανθρώπινη σάρκα. Και κάποιοι ξεφτίλες, περιμένουν να πεθάνει ο Σακκάς, για να γίνει κίνημα. Ναι, ξεφτίλες. Είναι ξεφτίλα να εναποθέτεις όλη σου την ιδεολογία στη ζωή κάποιου άλλου. Κάποιου που επέλεξε να παλέψει για να είναι ελεύθερος. Και μία ή άλλη θα είναι. Είναι ξεφτίλα να γίνεται σημαία σου η απελπισία όταν θες να λέγεσαι αριστερός, αναρχικός, ελεύθερος άνθρωπος. Είναι ξεφτίλα να ψάχνεις αφορμές, όταν όλες οι αιτίες του κόσμου έχουν συγκεντρωθεί στα 30τμ του διαμερίσματός σου, στα γαμημένα σύνορα της χώρας σου, στην υδρόγειο του δωματίου σου.

Όχι. Έχεις όλους τους λόγους να είσαι εκεί έξω. Και δεν είσαι. Και δεν είμαστε. Έχουμε λουφάξει σα θηρία μετά από ανθρωποκυνηγητό. Μας έχουν στριμώξει στη γωνία. Άλλοι σκύβουν το κεφάλι και προσποιούνται πως δεν τρέχει τίποτα, μερικοί διαλέγουν το σύντομο δρόμο αποχώρησης (κάθε μέρα περίπου 2 για την τελευταία 3ετία) και όλοι μα όλοι συμπεριφέρονται λες και φταίνε αυτοί. Λέξεις που δεν είχαν ξανακούσει τους τριβελίζουν το μυαλό μέσα από οθόνες τηλεοράσεων και υπολογιστών. Διαβάζεις ασταμάτητα μα δεν παίρνεις καμία σοφία, φόβο μόνο παίρνεις. Και σηκώνεις το κεφάλι και είσαι μόνος. Γιατί ο καθένας έχει φτιάξει το δικό του στρατόπεδο. Γιατί οι φίλοι σου έχουν φύγει. Γιατί ο φόβος νικάει και κάποιος πρέπει να τον σταματήσει. 

Όχι, ο Σακκάς δεν έχει επιλέξει να είναι μάρτυρας καμιάς εξέγερσης, κανενός κινήματος. Όπως δεν το επέλεξε ούτε ο Γργορόπουλος, ούτε ο Καλτεζάς. Και για αυτό και μόνο πρέπει να ζήσει. Γιατί, μέσα στο νοσοκομείο, κάθε μέρα λιγότερος σωματικά, κάθε μέρα ψηλότερος, θεόρατος στα μάτια μας, κερδίζει. Δε χρειαζόμαστε μάρτυρες κύριοι για να σηκωθούμε από τους καναπέδες. Να σπάσουμε το φόβο χρειάζεται. Το φόβο που μας αφήνει μόνους, που μας διαλύει τις ανθρώπινες σχέσεις, που δε μας αφήνει να ονειρευόμαστε, να κάνουμε σχέδια, το φόβο που μας κάνει να βάζουμε τέρμα στη ζωή μας, το φόβο του να είμαστε και να πολεμάμε μαζί. Και τότε, μόνο τότε, κάτι θα κάνουμε.

Δε θέλω άλλα μνημόσυνα. Δε θέλω άλλους νεκρούς.Τουλάχιστον όχι από τη μεριά μας.



6.7.13

Μέχρι το τέλος.

Μεγαλώνοντας δεν είχα ήρωες, δεν είχα πρότυπα, τουλάχιστον εκεί στα 6-7 που όλα τα παιδάκια κάπου θέλουν να μοιάσουν. Δεν είχα αφίσσες ποδοσφαιρστών, τραγουδιστές και οδηγούς αγώνων. Μετά γνώρισα κάποιους μέσα από τα βιβλία της Ιστορίας, της Λογοτεχνίας, των επιστημών, τις ταινίες. Αφθαρτοι, αστραφτεροί, η ηθική του Άρη, ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες, του Πικάσο, του Νταλί, ο Καββαδίας που με ταξίδεψε σ΄ολο τον κόσμο πριν καν βγω από το καβούκι μου, κι άλλοι πολλοί, πάρα πολλοί. Πάντα με ανθρώπινη υπόσταση και ποτέ φανταχτεροί, αντιήρωες μάλλον, με λάθη και πάθη, άλλωστε και γω κάνω καθημερινά, δε θα μπορούσα να θαυμάζω κάποιον που δεν κάνει. Ο Σακκάς πάει να γίνει ο δικός μας Μπόμπυ Σάντς (το 81' εγώ δεν είχα γεννηθεί, αλλά εδώ είχαμε ΠΑΣΟΚΑΡΑ και τρώγαμε με χρυσά κουτάλια- να τρώει η μάνα το φαγητό του παιδιού 30 χρόνια μπροστά φάση), ένας αντισυστημικός που διώκεται και καταδικάζεται σε θάνατο από το Σύστημα για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Την ίδια μέρα που ο Αρχι-εκβιατής Καραμπέρης, παρότι καταδικασμένος, αφήνεται ελεύθερος μέχρι να εκδικαστεί η έφεσή του, ένα δικαστήριο αρνείται στον επί 31 μέρες σε απεργία πείνας και άλλους τόσους μήνες παράνομης προφυλάκησης Σακκά, το αίτημα για αποφυλάκηση. Το εναρκτήριο λάκτισμα του δευτέρου ημιχρόνου ή του 3ου γύρου για κάποιους άλλους μιας παλιάς παλιάς αναμέτρησης. Μπαίνουμε σε μια εποχή που τα πολιτικά πιστεύω γίνονται αδικήματα αν δε συμφωνούν μέχρι κεραίας με την υπάρχουσα καθεστυκία τάξη. Κι όμως, ενώ περίμενες ένα κίνημα, ένα ποτάμι οργής έτοιμο να τα πνίξει όλα στα διάβα του, συναντάς από μούδιασμα μέχρι πλήρη αδιαφορία. Ξέρεις ε, ο επόμενος Σακκάς μπορεί να ναι ο οποιοσδήποτε, δεν κάνει διακρίσεις, κι άλλωστε όταν ο ιπποπόταμος αποφασίσει να τρέξει, τα βατράχια πάντα την πατάνε. Και δεν βλέπω κανένα λιοντάρι στο παραμύθι για να νιώσω μια κάποια ασφάλεια, κι ούτε τα μυρμήγκια είναι ενωμένο, τσακώνονται γύρω από ένα κουφάρι, της Αριστεράς, της Μεταπολίτευσης, της Δημοκρατίας, θα σε γελάσω, πάντως βρωμάει άσχημα.


Κάθομαι και βλέπω το βιντεάκι του Σακκά, σε μια μέρα που έτρεξα να πληρώσω λογαριασμούς, έτρεξα να χαιρετήσω φίλους που φεύγουν γιατί δεν έχουν πια να πληρώνουν λογαριασμούς, έτρεξα για να μη σκέφτομαι όσους είναι μακριά και μου λείπουν, έτρεξα για να μη σκέφτομαι που ζώ, τι ζω. Όταν όμως έκατσα να δω το βίντεο, ένα πράγμα σκέφτηκα, πως ο Σακκάς, μέσα από τα κάγκελα του νοσοκομείου, μέσα από τα κάγκελα της φυλακής, μέσα από τον παράταιρο στην ανθρώπινη φύση δρόμο της ατομικής τρομοκρατίας, καθώς τα μόριά του ένα ένα εξανεμίζονται από ένα κορμί που λιώνει ήταν και θα είναι (όποια κι αν είναι η κατάληξη) πιο ελεύθερος από όλους μας, γιατί αυτός έστω κι έτσι, έχει τον έλεγχο στη δικιά του ζωή, έχει τη ψυχή του ακέραιη. "Μέχρι το τέλος" φώναξε και ξέρει, πως όποιο κι αν είναι αυτό, θα είναι νικητής, εμείς τι έχουμε;;

5.7.13

2004 παραληρήματα.

 Στα γήπε(ρ)δα η Ελλάδα αναστενάζει. 9 χρόνια από το "θαύμα" της Πορτογαλίας και νιώθω πως έχουμε γυρίσει πίσω αιώνες. Ένα γιούρο, κάτι Ολυμπιακούς και μια Γιουροβίζιον ένα χρόνο μετά. Τόνους εθνικής περηφάνιας που συνοψίστηκαν σ' ένα "δε θα γίνεις Ελληνας ποτέ Αλβανέ, Αλβανέ" κι ας ήταν ο Αλβανός εργάτης, ο Ρώσος Ολυμπιονίκης, ο Γερμανός αν θες ακόμα ακόμα (με σιχαίνομαι λίγο αυτή τη στιγμή)  προπονητής που σου φούσκωσε την περηφάνια. Αυτός και κάτι ντόπες made in Korea, κάτι πτώσεις γιαπωνέζικων μηχανών και κάτι ζέπελιν από τη μαμά Η.Π.Α. Τόνους Ελληνικής υπερηφάνιας που έξαργύρωσες κατουρώντας αγάλματα στην Πορτογαλία και μαχαιρώνοντας μετανάστες στην Ομόνοια. Πάντα ήσουνα Ρατσιστής μπαγασάκο, ακόμα κι όταν η κοιλιά ήταν γεμάτη, ρατσιστής μ' αυτόν που σου θύμιζε τη βρωμιά από την οποία σηκώθηκες. Μια βρωμιά που προσπαθούσες συνεχώς να κρύψεις σε βαριά πατσουλί αρώματα και ακριβά αμάξια. Κατανάλωνες με μανία ότι σκουπίδι βρίσκονταν μπροστά σου, χωρίς κανένα μέτρο, χωρίς καμία αισθητική. Προσπαθούσες να μοιάσεις στα αφεντικά σου, γιατί πάντα ένιωθες σκλάβος, αυτό δε μπόρεσες ποτέ να το αποτινάξεις από πάνω σου, στο κάτω κάτω σε βόλευε, γιατί δε θα χρειαζόταν ποτέ να δώσεις τη λύση, άλλη θα την έδιναν για σένα. Έκανες τη Μύκονο Ίμπιζα, την Αράχωβα Σεν Τροπέ, δε σεβάστηκες τη φύση, το χώμα και την Ιστορία αυτής της χώρας, προσπάθησες να φτιάξεις μια άλλη λιγδιάρη αναξιοπρεπή σιχαμένε. Μέχρι και πολιτική απέξω αγόρασες. Τίποτα δικό σου. Κατανάλωνες τα σκουπίδια των άλλων και ξέχασες να παράγεις. Οι ευρωπαικές επιδοτήσεις γίναν τζιπ και Βουλγάρες, οι παχυλοί μισθοί σε ανεπτυγμένο εισαγώμενο νόμισμα, σπουδές σε ανεπτυγμένες χώρες, εισαγόμενες γκόμενες και μετανάστριες από τις Φιλιππίνες για να καθαρίζουν τα ελληνικότατα σκατά σου και αυτά των παιδιών σου. Μεγάλωσες μια γενιά σαν τα μούτρα σου, υπερκαταρτισμένη, χωρίς δράμι όμως παιδείας, χωρίς γνώση Ιστορίας, χωρίς μνήμη. Και τώρα που ξυπνάς από το όνειρο και βλέπεις πως βρίσκεσαι πάλι στα γόνατα ξαναγίνεσαι το πιστό σκυλάκι που πάντα ήσουν, να ζήσεις εσύ, να πετάξουν σε σένα το κόκκαλο και δεν πειράζει, αν πεθάνει αυτός, θα βρούμε καινούριο γείτονα. Σου φταίει ο μετανάστης, πιστεύεις πως αν τον εξαφανίσεις δε θα φτάσεις να γίνεις αυτός, ποιος ξέρεις μπορεί να εξαφανίζεις και τον ανταγωνισμό στον κάδο σκουπιδιών. Και κάθεσαι και παρατηρείς τα παιδιά σου, άβουλα, με βλέμμα αγελάδας να ψάχνουν τον επόμενο σωτήρα. Στην τελική αντάλλαξες ένα Γιούρο και κάτι Ολυμπιακούς με μια γενιά που θα ζήσει ζωή σε δόσεις. Πολύ καλή ανταλλαγή.


Καλύτερα μιας ώρας στη Μύκονο ζωή,
παρά 40 χρόνια ζωή αξιοπρεπή....

1.7.13

Ανταπό(κριση) από την Ελλάδα

Μια χώρα σε μια διαρκή ώρα "κοινής ησυχίας", με τους φασίστες της διπλανής πολυκατοικίας να ουρλιάζουν, τους μπάτσους να κυνηγάνε μετανάστες, οροθετικές, ανέργους, μαθητές, εργαζόμενους, αρρώστους και τους νοικοκυραίους να κοιμούνται στα διάτρητα σπίτια τους, έχοντας την ηχομόνωση στα αυτιά τους και τις παρωπίδες στα μάτια τους για να μη βλέπουν το αίμα να κυλάει ποτάμι... Τα ελικόπτερα είναι ακόμα σβηστά, μη χαλάμε και καύσιμα.