Ήταν νύχτα. Η τουλάχιστον έτσι νομίζω μιας και τα παντζούρια του σπιτιού του ήταν καιρό κλειστά. Από τότε δηλαδή που αποφάσισε να κόψει παρτίδες με τον έξω κόσμο, κι άρχισε να χτίζει έναν της αρεσκείας του, μέσα στα ντουβάρια της μικρής μονοκατοικίας. Δεν ήθελε και καμιά σχέση μαζί του εδώ που τα λέμε, από τότε που αυτός του είχε πάρει άδικα εκείνη.
Οι φίλοι του είχαν στην αρχή ανησυχήσει, αλλά μετά, άθρωποι είναι, αγανάκτησαν, και στο τέλος κουράστηκαν και τον άφησαν μόνο του. Πήγαιναν αραιά και που καμιά επίσκεψη, κυρίως από περιέργεια και ανησυχία για το αν ζει, αλλά πέραν τούτου, τίποτα περισσότερο.Άλλωστε δε τους έδινε σημασία, ίσα ίσα έδειχνε ενοχλημένος γιατί τον διέκοπταν από την καινούρια του-σε βαθμό μανίας-ενασχόληση. Σκάκι με τον εαυτό του. Όταν λοιπόν έρχονταν, προσπαθούσε να τους διώξει όσο πιο γρήγορα γινόταν για να συνεχίσει. Έτσι έχανε τις μέρες τις βδομάδες, τους μήνες. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Αυτές ήταν μονάδες μέτρησης για τους άλλους, εκεί έξω.
Στο δικό του κόσμο, που μίκραινε συνεχώς μέχρι να χωρέσει στο ένα τμ της σκακιέρας, ο μόνος χρόνος που είχε σημασία ήταν αυτός της διάρκειας της παρτίδας. Μόνο μετά από κάθε παρτίδα έπαιρνε λίγο χρόνο να συγκεντρωθεί, να χαλαρώσει, να καλύψει τις βασικές του ανάγκες, και μετά πάλι πίσω. Βλέποντας τον να μετακινεί και τα μαύρα και τα λευκά, δε μπορούσες να πεις αν ο ίδιος είχε διαλέξει να είναι με κάποιο από τα δύο χρώματα. Έπαιζε το καλύτερο παιχνίδι του τόσο υπέρ όσο και ενάντια στον εαυτό του. Κέρδιζε και έχανε ταυτόχρονα σε κάθε παρτίδα, αλλά μόνο αυτός ήξερε πως ποτέ ξανά δε θα άντεχε ακόμα μια ισοπαλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου