Η δυνατότερη κραυγή είναι βουβή, σαν προσευχή.
Ονείρων ρέκβιεμ, λειψό, δίχως αρχή.
Τη νύχτα που έφυγες δεν εξημέρωσε. Σκοτάδι πότησε όλη την οικουμένη.
Με βρήκα ξάπλα κάπου στην Ανταρκτική, με τρεις τσιγγάνους Εσκιμώους σ΄ένα ιγκλού και έναν χίπι πιγκουίνο που ασθμαίνει.
Μα εγώ ούτε λέξη δεν αρθρώνω σε κανένα.
Η δυνατότερη κραυγή είναι βουβή σαν προσευχή, κι έτσι οι γύρω μου κατάλαβαν και ξέρουν, πως έτσι κλαίω για τα χρόνια τα χαμένα.
Χωρίς εσένα.
Ο πιγκουίνος με λυπάται από αγάπη, μα όλοι οι άλλοι με αγαπούνε από λύπηση. Εγώ αγαπάω τον πιγκουίνο από όλους πιότερο, απ' της θαλάσσης τ' ανοιχτά και τα βαθιά μου.
Μα όχι από σένα - ψυχοτρόπων ισχυρότερο, θαυμάτων θαύμα και αριστερή γροθιά μου.
Με σφυρηλάτησες με αμόνι και φωτιά, μ' έλουσες φως με τα δυο μάτια σου τα πύρινα. Κι έτσι γεννήθηκα σπαθί για παραμύθια.
Σαν μια κουβέντα μεθυσμένου που δακρύζει. Ψεύτικη αλήθεια.
Όχι, μη φεύγεις τώρα που' ρθες εδώ κάτου, χρόνια χιλιάδες επερίμενα μια λέξη.
Ξέμεινα δύναμη αδύναμη, κενή, το πιο στενάχωρο σκοτάδι πριν να φέξει.
Κρύφτηκα εδώ καταμεσής του πουθενά, κι έκανα έρωτα φτηνό με κάθε τίποτα.
Βορρά εθελούσια για χίλιους άσπρους λύκους και μαύρος πρίγκηπας, νεκρός, σε βράδια ανείπωτα.
Κι όμως ολόρθος να' μαι ξάφνου, εδώ, εμπρός σου.
Αμνός ανήμερος μα ολάκερος δικός σου.
Υπεραστός, λησμονημένος, μα αξεπέραστος.
Ψυχή βαθιά, νοσταλγική και νους αγέραστος.
Με κλωνοποίησα κι ενώ με δολοφόνησα, πήγα στους μπάτσους και κατόπιν με αθώωσα. Για να μπορώ να στέκω πάλι απέναντί σου, κι όσοι θανάτοι κι αν με βρουν, εδώ θε να' μαι.
Όλα είναι κύκλος, στο είχα πει κι είχες γελάσει, όλα είναι κύκλος κι από κύκλο ξεκινάμε.
Έλεγες μοιάζει δαχτυλίδι -μα δες ξανά- είναι θηλιά.
Ξέρω παλεύεις να πεις κάτι, μα δεν βγαίνει ούτε μιλιά.
Γίνε τα χνάρια του προδότη στη βροχή.
Η δυνατότερη κραυγή είναι βουβή, σαν προσευχή.
-Κωνσταντίνος τα βάφεις (μαύρα)-
Ονείρων ρέκβιεμ, λειψό, δίχως αρχή.
Τη νύχτα που έφυγες δεν εξημέρωσε. Σκοτάδι πότησε όλη την οικουμένη.
Με βρήκα ξάπλα κάπου στην Ανταρκτική, με τρεις τσιγγάνους Εσκιμώους σ΄ένα ιγκλού και έναν χίπι πιγκουίνο που ασθμαίνει.
Μα εγώ ούτε λέξη δεν αρθρώνω σε κανένα.
Η δυνατότερη κραυγή είναι βουβή σαν προσευχή, κι έτσι οι γύρω μου κατάλαβαν και ξέρουν, πως έτσι κλαίω για τα χρόνια τα χαμένα.
Χωρίς εσένα.
Ο πιγκουίνος με λυπάται από αγάπη, μα όλοι οι άλλοι με αγαπούνε από λύπηση. Εγώ αγαπάω τον πιγκουίνο από όλους πιότερο, απ' της θαλάσσης τ' ανοιχτά και τα βαθιά μου.
Μα όχι από σένα - ψυχοτρόπων ισχυρότερο, θαυμάτων θαύμα και αριστερή γροθιά μου.
Με σφυρηλάτησες με αμόνι και φωτιά, μ' έλουσες φως με τα δυο μάτια σου τα πύρινα. Κι έτσι γεννήθηκα σπαθί για παραμύθια.
Σαν μια κουβέντα μεθυσμένου που δακρύζει. Ψεύτικη αλήθεια.
Όχι, μη φεύγεις τώρα που' ρθες εδώ κάτου, χρόνια χιλιάδες επερίμενα μια λέξη.
Ξέμεινα δύναμη αδύναμη, κενή, το πιο στενάχωρο σκοτάδι πριν να φέξει.
Κρύφτηκα εδώ καταμεσής του πουθενά, κι έκανα έρωτα φτηνό με κάθε τίποτα.
Βορρά εθελούσια για χίλιους άσπρους λύκους και μαύρος πρίγκηπας, νεκρός, σε βράδια ανείπωτα.
Κι όμως ολόρθος να' μαι ξάφνου, εδώ, εμπρός σου.
Αμνός ανήμερος μα ολάκερος δικός σου.
Υπεραστός, λησμονημένος, μα αξεπέραστος.
Ψυχή βαθιά, νοσταλγική και νους αγέραστος.
Με κλωνοποίησα κι ενώ με δολοφόνησα, πήγα στους μπάτσους και κατόπιν με αθώωσα. Για να μπορώ να στέκω πάλι απέναντί σου, κι όσοι θανάτοι κι αν με βρουν, εδώ θε να' μαι.
Όλα είναι κύκλος, στο είχα πει κι είχες γελάσει, όλα είναι κύκλος κι από κύκλο ξεκινάμε.
Έλεγες μοιάζει δαχτυλίδι -μα δες ξανά- είναι θηλιά.
Ξέρω παλεύεις να πεις κάτι, μα δεν βγαίνει ούτε μιλιά.
Γίνε τα χνάρια του προδότη στη βροχή.
Η δυνατότερη κραυγή είναι βουβή, σαν προσευχή.
-Κωνσταντίνος τα βάφεις (μαύρα)-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου