Πατέρα, σύντροφε
Γεννήθηκες με ένα πειρασμό: να αλλάξεις τον κόσμο. Γιατί καταλάβαινες ότι αυτός ο κόσμος είναι πολύ κακός για να είναι οριστικός. Περπάτησες ναρκοθετημένες δεκαετίες. Της πτήσης και τελικά της πτώσης της γενιάς σου. Μα άντεχες. Ξόδεψες ολόκληρη την περιουσία σου, το πεπεδευμένο μυαλό σου σε ιδέες ευγενικές για ουράνια τόξα· αλλά ήρθαν οι καταιγίδες. Μα άντεχες. Αυτό που πίστεψες το θεώρησες αθάνατο κι ανθεκτικό, ενώ αυτό αποδεικνόταν θνητό και ευάλωτο. Μα άντεχες. Κάθε φορά που χάναμε είχες τη φούρια των προσεχών αγώνων, των μελλοντικών ρεβάνς, αλλά ξαναχάναμε. Μα άντεχες. Είδες τους ποιητές μας να τους σκοτώνουν οι μεγάλες αντένες. Είδες επίσημα βολέματα και πολλών αργυρίων προδοσίες. Μα άντεχες.
Το όραμά σου παρέμενε πάντα ως κάποτε, ως προσδιορισμός της επιθυμίας σε επόμενο χρόνο· σίγουρα μακρινό. Μα άντεχες. Έβαζες το αυτί σου στο πονεμένο έδαφος της ανθρωπότητας, άκουγες θορύβους, άκουγες προετοιμασίες πολυπόθητων πράξεων και μετά σιωπή. Μα άντεχες. Τέτοιες μέρες να σε πολιορκούν χρόνια τώρα, κι εσύ να αντέχεις. Όπως το καλοκαίρι στην πλατεία Συντάγματος που εισχωρούσες στις νεανικές παρέες κάθε βράδυ και αναβάπτιζες το χρόνο σε στιγμές που δε θυσιάστηκαν ακόμα. Τότε έλεγες: “Όλα είναι μπροστά”.
Όμως πατέρα ο καιρός αποσύρθηκε. Μετατράπηκε σε ένα ακόμα παρελθόν σε ένα ακόμα τέλος. Στο πιο σκληρό κι επικίνδυνο τέλος. Αυτό πατέρα δεν το άντεξες. Σου ήταν αδιανόητο να σκοτώνουν την ελευθερία, τη δημοκρατία, την αξιοπρέπεια. Σου ήταν αδιανόητο να ορθώνουν γύρω μας τον κλοιό του πιο σκληρού οικονομικού και κοινωνικού απαρτχάιντ. Σου ήταν αδιανόητο να εκχωρούν την ανεξαρτησία και να παραδίδουν τα κλειδιά την πατρίδας μας. Σου ήταν αδιανόητο η Ελλάδα να μην αναγνωρίζει τα παιδιά της. Και τα παιδιά της να μην αναγνωρίζουν την Ελλάδα. Σου ήταν αδιανόητη η κτηνωδία του καπιταλισμού, να περιδιαβαίνει τις ζωές μας και γύρω μας να μην συμβαίνει τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε.
Και τότε πήρες την απόφασή σου. Αποφάσισες να γίνεις ο φόβος, ο θάνατος, η μνήμη η ανήμερη, ο καημός της χαλασμένης μας ζωής. Αποφάσισες να πολιορκήσεις το “κοίταζε τη δουλειά σου”. Αποφάσισες να θρυμματίσεις τον ύπνο μας. Αποφάσισες τα λόγια σου να γίνουν σφαίρες αμέτρητες στους αδιάφορους διαβάτες. Κι είναι αυτός ο λόγος, πατέρα που η πράξη σου είναι βαθύτατα πολιτική. Η απόφασή σου δεν αποτελεί παρά “το σπάραγμα μιας ζωής που ζητάει ζήσει”, όπως γράφει ο Ρίτσος. Κι είναι αυτός ο λόγος, πατέρα που η πράξη σου είναι έξοχα ποιητική. Ήρθε τώρα η ώρα των λογαριασμών. Εσύ τον πλήρωσες με τη θυσία σου. Τώρα, είναι η ώρα η δική μας.
Πατέρα, είναι τόσοι πολλοί σήμερα εδώ γιατί δεν πρέπει να χαθεί ούτε ένα τόσο δα ξέφτι από την προσδοκία σου. Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ για να πάρουμε το κομμάτι που μας αναλογεί από το όνειρό σου. Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ για να πολλαπλασιάσουμε το όνειρο, αυτό που τώρα κουβαλάμε πιο βαριά γιατί με την απουσία σου λιγοστεύουν οι πλάτες. Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ γιατί όπως έγραφε το σημείωμα ενός νέου εκεί στην πλατεία Συντάγματος “είμαστε έντεκα εκατομμύρια ζωντανοί και το όνομά μας είναι αντίσταση.”
Πατέρα μου, εμένα και τη σύντροφό της ζωής σου, τη μάνα, το ξέρεις δε μας αφήνεις μετέωρες. Έχουμε πάντα στο μυαλό μας εκείνο το τελευταίο σου βλέμμα που θα είναι το απάγκιο μας όταν αγριεύουν οι μέρες και μας απειλούν.
Σύντροφε, πατέρα, μεγάλωσα πια και με αναγκάζεις να μάθω ξανά τις συλλαβές. Να βάλω τα άρθρα, να φτιάξω τις προτάσεις. Να ξαναψελίσω τον κόσμο. Να ανασυνθέσω τον ορίζοντα και να τον ξαναταξιδέψω. Αλλά όχι με μεσίστιες σημαίες, γιατί όπως εσύ μου υπογράμμισες στο τελευταίο βιβλίο που μου χάρισες, στις 15 του Μάρτη και ζήτησες να γίνει το ευαγγέλιό μου, «η δίκη του τυράννου είναι η εξέγερση, η απόφαση είναι η ανατροπή της εξουσίας του, η ποινή, αυτή που απαιτεί η ελευθερία του λαού. Οι λαοί δεν κρίνουν όπως τα δικαστήρια, δεν εκδίδουν καθόλου αποφάσεις.
Οι λαοί ρίχνουμε κεραυνό.»
Γεννήθηκες με ένα πειρασμό: να αλλάξεις τον κόσμο. Γιατί καταλάβαινες ότι αυτός ο κόσμος είναι πολύ κακός για να είναι οριστικός. Περπάτησες ναρκοθετημένες δεκαετίες. Της πτήσης και τελικά της πτώσης της γενιάς σου. Μα άντεχες. Ξόδεψες ολόκληρη την περιουσία σου, το πεπεδευμένο μυαλό σου σε ιδέες ευγενικές για ουράνια τόξα· αλλά ήρθαν οι καταιγίδες. Μα άντεχες. Αυτό που πίστεψες το θεώρησες αθάνατο κι ανθεκτικό, ενώ αυτό αποδεικνόταν θνητό και ευάλωτο. Μα άντεχες. Κάθε φορά που χάναμε είχες τη φούρια των προσεχών αγώνων, των μελλοντικών ρεβάνς, αλλά ξαναχάναμε. Μα άντεχες. Είδες τους ποιητές μας να τους σκοτώνουν οι μεγάλες αντένες. Είδες επίσημα βολέματα και πολλών αργυρίων προδοσίες. Μα άντεχες.
Το όραμά σου παρέμενε πάντα ως κάποτε, ως προσδιορισμός της επιθυμίας σε επόμενο χρόνο· σίγουρα μακρινό. Μα άντεχες. Έβαζες το αυτί σου στο πονεμένο έδαφος της ανθρωπότητας, άκουγες θορύβους, άκουγες προετοιμασίες πολυπόθητων πράξεων και μετά σιωπή. Μα άντεχες. Τέτοιες μέρες να σε πολιορκούν χρόνια τώρα, κι εσύ να αντέχεις. Όπως το καλοκαίρι στην πλατεία Συντάγματος που εισχωρούσες στις νεανικές παρέες κάθε βράδυ και αναβάπτιζες το χρόνο σε στιγμές που δε θυσιάστηκαν ακόμα. Τότε έλεγες: “Όλα είναι μπροστά”.
Όμως πατέρα ο καιρός αποσύρθηκε. Μετατράπηκε σε ένα ακόμα παρελθόν σε ένα ακόμα τέλος. Στο πιο σκληρό κι επικίνδυνο τέλος. Αυτό πατέρα δεν το άντεξες. Σου ήταν αδιανόητο να σκοτώνουν την ελευθερία, τη δημοκρατία, την αξιοπρέπεια. Σου ήταν αδιανόητο να ορθώνουν γύρω μας τον κλοιό του πιο σκληρού οικονομικού και κοινωνικού απαρτχάιντ. Σου ήταν αδιανόητο να εκχωρούν την ανεξαρτησία και να παραδίδουν τα κλειδιά την πατρίδας μας. Σου ήταν αδιανόητο η Ελλάδα να μην αναγνωρίζει τα παιδιά της. Και τα παιδιά της να μην αναγνωρίζουν την Ελλάδα. Σου ήταν αδιανόητη η κτηνωδία του καπιταλισμού, να περιδιαβαίνει τις ζωές μας και γύρω μας να μην συμβαίνει τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε.
Και τότε πήρες την απόφασή σου. Αποφάσισες να γίνεις ο φόβος, ο θάνατος, η μνήμη η ανήμερη, ο καημός της χαλασμένης μας ζωής. Αποφάσισες να πολιορκήσεις το “κοίταζε τη δουλειά σου”. Αποφάσισες να θρυμματίσεις τον ύπνο μας. Αποφάσισες τα λόγια σου να γίνουν σφαίρες αμέτρητες στους αδιάφορους διαβάτες. Κι είναι αυτός ο λόγος, πατέρα που η πράξη σου είναι βαθύτατα πολιτική. Η απόφασή σου δεν αποτελεί παρά “το σπάραγμα μιας ζωής που ζητάει ζήσει”, όπως γράφει ο Ρίτσος. Κι είναι αυτός ο λόγος, πατέρα που η πράξη σου είναι έξοχα ποιητική. Ήρθε τώρα η ώρα των λογαριασμών. Εσύ τον πλήρωσες με τη θυσία σου. Τώρα, είναι η ώρα η δική μας.
Πατέρα, είναι τόσοι πολλοί σήμερα εδώ γιατί δεν πρέπει να χαθεί ούτε ένα τόσο δα ξέφτι από την προσδοκία σου. Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ για να πάρουμε το κομμάτι που μας αναλογεί από το όνειρό σου. Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ για να πολλαπλασιάσουμε το όνειρο, αυτό που τώρα κουβαλάμε πιο βαριά γιατί με την απουσία σου λιγοστεύουν οι πλάτες. Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ γιατί όπως έγραφε το σημείωμα ενός νέου εκεί στην πλατεία Συντάγματος “είμαστε έντεκα εκατομμύρια ζωντανοί και το όνομά μας είναι αντίσταση.”
Πατέρα μου, εμένα και τη σύντροφό της ζωής σου, τη μάνα, το ξέρεις δε μας αφήνεις μετέωρες. Έχουμε πάντα στο μυαλό μας εκείνο το τελευταίο σου βλέμμα που θα είναι το απάγκιο μας όταν αγριεύουν οι μέρες και μας απειλούν.
Σύντροφε, πατέρα, μεγάλωσα πια και με αναγκάζεις να μάθω ξανά τις συλλαβές. Να βάλω τα άρθρα, να φτιάξω τις προτάσεις. Να ξαναψελίσω τον κόσμο. Να ανασυνθέσω τον ορίζοντα και να τον ξαναταξιδέψω. Αλλά όχι με μεσίστιες σημαίες, γιατί όπως εσύ μου υπογράμμισες στο τελευταίο βιβλίο που μου χάρισες, στις 15 του Μάρτη και ζήτησες να γίνει το ευαγγέλιό μου, «η δίκη του τυράννου είναι η εξέγερση, η απόφαση είναι η ανατροπή της εξουσίας του, η ποινή, αυτή που απαιτεί η ελευθερία του λαού. Οι λαοί δεν κρίνουν όπως τα δικαστήρια, δεν εκδίδουν καθόλου αποφάσεις.
Οι λαοί ρίχνουμε κεραυνό.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου