Γκρι φορ Γκρέι
Στο μπαλκόνι η γιαγιά άκουγε απ' το τρανζίστορ της την Καίτη Γκρέυ, στο κλειδωμένο δωμάτιο ο εγγονός παρακολουθούσε στο λάπτοπ του την Σάσα Γκρέι. 'Ανοιξε άνοιξε γιατί δεν αντέχω, σιγοψιθύριζε η γιαγιά, μην ξέροντας με σιγουριά και η ίδια αν νοσταλγούσε παραγεγραμμένες πανάρχαιες καψούρες ή απλώς τα νιάτα της, την ώρα που λίγα τετραγωνικά πιο ΄κει η Σάσα είχε ανοίξει διάπλατα τα πόδια της και βογγούσε σαν να μην άντεχε, με τον εγγονό να μην ξέρει με σιγουριά και ο ίδιος αν μέσω των συγκεκριμένων εικόνων αυτοϊκανοποιούσε έναν πόθο που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει με το πρόσωπο που θα ήθελε, ή αν απλά ενεργούσε όπως τον πρόσταζαν τα νιάτα του.
Ο εγγονός τελείωσε σκεφτόμενος τον έρωτά του, την ώρα που το τραγούδι τελείωσε δίνοντας τη θέση του στους τίτλους των ειδήσεων σε ένα λεπτό. Ακούγοντας τους η γιαγιά νοσταλγούσε πιο πρόσφατα χρόνια, χρόνια που όλα έμοιαζαν γκρι, χρόνια που κυλούσαν σε μια σχετική ανία, σε μια ομαλότητα με προβλήματα μεν, διαχειρίσιμα σε γενικές γραμμές δε, χρόνια που κυλούσαν σε μια καθημερινότητα χωρίς ιδιαίτερες συγκινήσεις, αφού οι ιστορικές συγκινήσεις που και η ίδια είχε προλάβει να ζήσει ανήκαν σε ένα παρελθόν όχι απλά μακρινό, αλλά και εντελώς ξεπερασμένο. Στον εγγονό ήδη ξεπερασμένα είχαν αρχίσει να ακούγονται όλα τα άγχη και οι αναπολήσεις των μεγαλύτερων. Τα πράγματα τώρα είχαν όπως είχαν. Και βάσει αυτών θα πορευόταν. Ας πορεύονταν οι μεγαλύτεροι βάσει του πώς είχαν κάποτε. Κάποτε θα ξυπνούσαν κι αυτοί και θα καταλάβαιναν. Σηκώθηκε, έκανε ένα ντους, ντύθηκε, είπε στη γιαγιά του ότι πάει μια βόλτα. «Μην πας προς το στρατόπεδο, γίνονται φασαρίες», του είπε εκείνη. Δεν είχε τέτοιο σκοπό.
Έκανε μια βόλτα από τα μέρη που εκείνη σύχναζε μήπως και την πετύχαινε. Δεν την πέτυχε. Πήγε κάτω από το σπίτι της, να δει αν είχε φώτα στο δωμάτιό της. Δεν είχε. Πέρασε τελικά κι έξω απ' το στρατόπεδο. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα σε ποιό στρατόπεδο ανήκε ο ίδιος. Συμφωνούσε άλλοτε με τους μεν, άλλοτε με τους δε. Δεν ήξερε με σιγουριά. Σκέφτηκε ότι κανονικά ο κάθε άνθρωπος είναι ένα ξεχωριστό στρατόπεδο. Πώς γίνεται να χωριζόμαστε σε μεν και σε δε; Γύρισε σπίτι κι έβαλε πάλι να δει την αγαπημένη του ταινία.
Δεν είχαν περάσει ούτε δύο χρόνια, όταν όχι μόνο είχε επιλέξει στρατόπεδο, αλλά συμμετείχε και στις οδομαχίες. Ήταν άλλωστε εκτεταμένες και εκτός ελέγχου, μέχρι που επενέβη ο στρατός. Η κατάσταση πήρε μερικά χρόνια ακόμα για να ομαλοποιηθεί. Είχε πατήσει τα τριάντα πέντε, είχε πάει να αφήσει λουλούδια στον τάφο της γιαγιάς του, γιατί ήταν η δέκατη επέτειος του θανάτου της, όταν γύρισε σπίτι του, έβαλε να ακούσει ειδήσεις και σκέφτηκε πως τον τελευταίο καιρό τίποτα άξιο λόγου δεν συμβαίνει. Τον περίμεναν γκρι δεκαετίες. Έβαλε να ακούσει μουσική. Προτιμούσε πάντα την εκδοχή της Μπέλλου.
old boy
Στο μπαλκόνι η γιαγιά άκουγε απ' το τρανζίστορ της την Καίτη Γκρέυ, στο κλειδωμένο δωμάτιο ο εγγονός παρακολουθούσε στο λάπτοπ του την Σάσα Γκρέι. 'Ανοιξε άνοιξε γιατί δεν αντέχω, σιγοψιθύριζε η γιαγιά, μην ξέροντας με σιγουριά και η ίδια αν νοσταλγούσε παραγεγραμμένες πανάρχαιες καψούρες ή απλώς τα νιάτα της, την ώρα που λίγα τετραγωνικά πιο ΄κει η Σάσα είχε ανοίξει διάπλατα τα πόδια της και βογγούσε σαν να μην άντεχε, με τον εγγονό να μην ξέρει με σιγουριά και ο ίδιος αν μέσω των συγκεκριμένων εικόνων αυτοϊκανοποιούσε έναν πόθο που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει με το πρόσωπο που θα ήθελε, ή αν απλά ενεργούσε όπως τον πρόσταζαν τα νιάτα του.
Ο εγγονός τελείωσε σκεφτόμενος τον έρωτά του, την ώρα που το τραγούδι τελείωσε δίνοντας τη θέση του στους τίτλους των ειδήσεων σε ένα λεπτό. Ακούγοντας τους η γιαγιά νοσταλγούσε πιο πρόσφατα χρόνια, χρόνια που όλα έμοιαζαν γκρι, χρόνια που κυλούσαν σε μια σχετική ανία, σε μια ομαλότητα με προβλήματα μεν, διαχειρίσιμα σε γενικές γραμμές δε, χρόνια που κυλούσαν σε μια καθημερινότητα χωρίς ιδιαίτερες συγκινήσεις, αφού οι ιστορικές συγκινήσεις που και η ίδια είχε προλάβει να ζήσει ανήκαν σε ένα παρελθόν όχι απλά μακρινό, αλλά και εντελώς ξεπερασμένο. Στον εγγονό ήδη ξεπερασμένα είχαν αρχίσει να ακούγονται όλα τα άγχη και οι αναπολήσεις των μεγαλύτερων. Τα πράγματα τώρα είχαν όπως είχαν. Και βάσει αυτών θα πορευόταν. Ας πορεύονταν οι μεγαλύτεροι βάσει του πώς είχαν κάποτε. Κάποτε θα ξυπνούσαν κι αυτοί και θα καταλάβαιναν. Σηκώθηκε, έκανε ένα ντους, ντύθηκε, είπε στη γιαγιά του ότι πάει μια βόλτα. «Μην πας προς το στρατόπεδο, γίνονται φασαρίες», του είπε εκείνη. Δεν είχε τέτοιο σκοπό.
Έκανε μια βόλτα από τα μέρη που εκείνη σύχναζε μήπως και την πετύχαινε. Δεν την πέτυχε. Πήγε κάτω από το σπίτι της, να δει αν είχε φώτα στο δωμάτιό της. Δεν είχε. Πέρασε τελικά κι έξω απ' το στρατόπεδο. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα σε ποιό στρατόπεδο ανήκε ο ίδιος. Συμφωνούσε άλλοτε με τους μεν, άλλοτε με τους δε. Δεν ήξερε με σιγουριά. Σκέφτηκε ότι κανονικά ο κάθε άνθρωπος είναι ένα ξεχωριστό στρατόπεδο. Πώς γίνεται να χωριζόμαστε σε μεν και σε δε; Γύρισε σπίτι κι έβαλε πάλι να δει την αγαπημένη του ταινία.
Δεν είχαν περάσει ούτε δύο χρόνια, όταν όχι μόνο είχε επιλέξει στρατόπεδο, αλλά συμμετείχε και στις οδομαχίες. Ήταν άλλωστε εκτεταμένες και εκτός ελέγχου, μέχρι που επενέβη ο στρατός. Η κατάσταση πήρε μερικά χρόνια ακόμα για να ομαλοποιηθεί. Είχε πατήσει τα τριάντα πέντε, είχε πάει να αφήσει λουλούδια στον τάφο της γιαγιάς του, γιατί ήταν η δέκατη επέτειος του θανάτου της, όταν γύρισε σπίτι του, έβαλε να ακούσει ειδήσεις και σκέφτηκε πως τον τελευταίο καιρό τίποτα άξιο λόγου δεν συμβαίνει. Τον περίμεναν γκρι δεκαετίες. Έβαλε να ακούσει μουσική. Προτιμούσε πάντα την εκδοχή της Μπέλλου.
old boy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου