Don Quixote

Don Quixote

4.2.13

Σκόρπιες σκέψεις..

Σιγά μη μιλούσες για τα βασανιστήρια. Αφού δεν είναι δικά σου παιδιά καλά να πάθουν. Όχι καλά να πάθουν δηλαδή, αλλά ακόμα χειρότερα, μακάρι να τα πάθουν να έχεις να συζητάς, να κουτσομπολεύεις, να περνάει η ώρα σου. Να αποκτήσει ένα ενδιαφέρον ο Οικονομέας και η Τατιάνα. Όλο τα ίδια λέγανε, λιτότητα, ανεργία, αυτοκτονίες και τέτοια. Είχες κουραστεί. Την τηλεόραση την άνοιγες να ακούσεις κουτσομπολιά, σ'αυτή τη λογική της κλειδαρότρυπας είχες εθιστεί. Αυτό ήταν το ναρκωτικό σου,. Αν σε ενδιέφεραν πιο σοβαρά πράγματα θα το χες αποδείξει μέχρι τώρα, αλλά σιγά. Όποιος σου υπόσχοταν πως δε θα χρειαζόταν να σκεφτείς, αυτός σε κέρδιζε. Πρόσκαιρα, ευκαιριακά, μέχρι τον επόμενο, που θα δινε και κάτι παραπάνω. Να περάσει η ζωή και συ να χεις περάσει καλά. Να μη θυμάσαι τη μιζέρια σου. Όχι ρε, η καμπούρα του άλλου είναι πιο ωραία. Τρομοκράτες ναι. Ακούς εκεί να θέλουν να σου γκρεμίσουν το mall. Και συ τι λόγο ύπαρξης θα χεις μετά; Γιατί διαμαρτύρονται οι βολεμένοι και κλείνουν το ΜΕΤΡΟ και τους δρόμους; Πως θα πας άραγε τώρα για καφέ με τα λεφτά που σου δίνει ακόμα η μάνα σου. "Είχαν αναρχικά βιβλία", ουρλιάζεις παπαγαλίζοντας τον πληρωμένο κονδυλοφόρο του εκάστοτε ΜΜΕ, "ήταν αριστεριστές", λες και έμαθες ποτέ σου τι είναι αριστερισμός και αναρχία.Οι ληστές τράπεζας σε εξιτάρουν περισσότερο από ότι οι φονιάδες μεταναστών γιατί οι πρώτοι βάζουν σε κίνδυνο τις λιγοστές καταθέσεις σου και γιατί κατα βάθος και συ ένας φονιάς μετανάστη θα ήθελες να σαι. "Να μείνουν στη χώρα τους" τσιρίζεις σαν το τηλεοπτικό σου ίνδαλμα, αλλά μέσα σου τσαντίζεσαι που δεν είχες ποτέ τα αρχίδια να ταξιδέψεις έξω από την σκατοπόλη σου. Οι οροθετικές σε εξιτάρουν περισσότερο από τους παιδεραστές, "έρχονται και μας παίρνουν τους άντρες οι πουτάνες και μας κολλάνε παλιαρρώστιες", θέλω να σε δω τίμια Ελληνίδα όταν κάποια στιγμή θα παίρνεις πίπες σε πολιτισμένους ευρωπαίους για 3e ( καλά μην ορκίζεσαι πως θα έχουμε ακόμα ευρώ) αλλά κι από την άλλη ο βιαστής ήταν ο πατέρας, ο θείος, ο γκόμενος που σε έδερνε. Καλά τους κάνανε. Πλούσια κωλόπαιδα. Δεν είχες ποτέ αυτά που είχαν, τα ζήλευες, και τι πάνε να κάνουν αντί να χαρούν τα λεφτά τους; Κάνουν ληστείες, πειράζουν τις άγιες τράπεζες και σου μιλάνε για επαναστάσεις. Ε ναι, καλά να πάθουν λες από την ασφάλεια του καναπέ σου, τουλάχιστον για την ώρα, μέχρι δηλαδή να γίνεις εσύ ή τα παιδιά σου η επόμενη οροθετική πουτάνα του συστήματος.

3.2.13

Είπαν-Γιώργου Ιωάννου, από τη συλλογή “Η σαρκοφάγος” (1971)

Τα κεφάλια



Μπαίνοντας εκείνο το βράδυ στο δικηγορικό γραφείο του φίλου μου, με χτύπησε μια πολύ βαριά βρώμα. Μέσα, ένας γεροδεμένος μα μεγαλούτσικος στα χρόνια χωρικός κουβέντιαζε ζωηρά μαζί του για κάποια μάλλον κτηματική υπόθεση. Έμοιαζε παλιός πελάτης.

Κάθισα στον προθάλαμο κι άνοιξα την εφημερίδα. Όμως η ανεξήγητη βρώμα ήταν ανυπόφορη. Κοίταξα το ταβάνι, τους τοίχους, μήπως είχε σπάσει καμιά σωλήνα απ’ αυτές που κατεβάζουν τις βρωμιές, μα δε φαινόταν τίποτε. Όλα λευκά και πεντακάθαρα. Έφτασα στο σημείο να φέρω στη μύτη μου ακόμα και την εφημερίδα, που ήταν ν’ ανοίγει η καρδιά σου, σωστός μπαχτσές: μάχες, τουφεκισμοί, συλλήψεις, προδοσίες, αποκηρύξεις και φυσικά μπόλικες δηλώσεις πολιτικών αρχηγών. Ένα νέο, πάντως μας αφορούσε ιδιαίτερα: μες στη βδομάδα θα περνούσαν απ’ τους κεντρικούς δρόμους μας τους αιχμάλωτους αντάρτες, που λίγες μέρες πριν είχαν βομβαρδίσει την πόλη μας με κανόνι. Προαναγγέλλονταν άγρια αποδοκιμασία.


Καθώς διάβαζα αυτά, τέλειωσε μέσα η ακρόαση κι ο χωρικός βγαίνοντας σήκωσε απ’ τη μισοσκότεινη γωνιά ένα μικρό σακί που είχε εκεί αφημένο. Βρωμοκόπησε ο τόπος. Εδώ λοιπόν ήταν η πηγή της βρωμιάς. Ο φίλος δε βαστάχτηκε, τον ρώτησε για το περιεχόμενο. Κι αυτός με το φυσικότερο ύφος μας είπε: «είναι τα κεφάλια δυο συγχωριανών μου. Τα πηγαίνω στο χωριό να τα στήσουμε στην πλατεία. Θα περάσει όλο το χωριό να τα δει και να τα φτύσει. Θα σας τα έδειχνα, μα είναι τυλιγμένα σε εφημερίδες».

Μόλις γκρεμοτσακίστηκε, ανοίξαμε τα παράθυρα και πήραμε δρόμο. Γυρίζαμε στην παραλία πάνω κάτω σαν τρελοί. Δε μιλάγαμε καθόλου, ούτε καν κοιταζόμασταν. Ύστερα μπήκαμε σε μια ταβέρνα και γίναμε στουπί στο μεθύσι. Κερνούσε ο φίλος απ’ τα λεφτά που είχε εισπράξει προηγουμένως. Εγώ δεν έβγαζα ακόμα χρήματα, κόντευα όμως. Ήμουν φοιτητής, άνθρωπος του Μέλλοντος, όπως μας ξεγελούσαν διάφοροι σιχαμεροί και τότε.

24.1.13

Είπαν-Υποδιοικητής Μάρκος, Γενάρης 2013


«Εμείς και αυτοί/οι (παρα)λογισμοί των από πάνω»

Γενάρης 2013.

Μιλούν οι από πάνω:

Εμείς είμαστε αυτοί που κάνουν κουμάντο. Είμαστε ισχυρότεροι, παρόλο που είμαστε λιγότεροι. Δεν μας νοιάζει τι λες – ακούς – σκέφτεσαι – κάνεις, αρκεί να μη μιλάς, να μην ακούς, να μην κινείσαι.

Μπορούμε να επιβάλουμε στην κυβέρνηση ανθρώπους μέσης ευφυΐας (αν και είναι πλέον δύσκολο να τους βρεις στις τάξεις των πολιτικών), όμως επιλέγουμε κάποιους που δεν είναι καν σε θέση να προσποιηθούν ότι ξέρουν τι τους γίνεται.

Γιατί; Γιατί μπορούμε.

Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους αστυνομικούς και στρατιωτικούς μηχανισμούς για να συλλαμβάνουμε και να φυλακίζουμε αληθινούς εγκληματίες, μόνο που αυτοί οι εγκληματίες αποτελούν ζωτικό μας κομμάτι. Αντίθετα, επιλέγουμε να κυνηγάμε, να χτυπάμε, να συλλαμβάνουμε, να βασανίζουμε, να φυλακίζουμε και να δολοφονούμε εσένα.

Γιατί; Γιατί μπορούμε.

Αθώος ή ένοχος; Τι σημασία έχει; Η δικαιοσύνη είναι μια από τις πολλές πουτάνες στην ατζέντα μας και, πίστεψέ μας, δεν είναι η πιο ακριβή.

Και ακόμα κι αν προσαρμόζεσαι απόλυτα στο καλούπι που σου επιβάλλουμε, ακόμα κι αν δεν κάνεις τίποτα, κι αν είσαι αθώος, θα σε συντρίψουμε.

Και αν επιμένεις να μας ρωτάς γιατί το κάνουμε, νά η απάντηση: Γιατί μπορούμε. [...]

Δεν έχει σημασία ποιος βγαίνει μπροστά. Τα περί Δεξιάς ή Αριστεράς είναι, απλώς, οδηγίες για τον σοφέρ που παρκάρει το αμάξι. Η μηχανή λειτουργεί από μόνη της. Δεν χρειάζεται να δώσουμε καν εντολή για να τιμωρηθούν οι απερίσκεπτοι που ίσως μας πάνε κόντρα. Μεγάλες, μεσαίες και μικρές κυβερνήσεις όλου του πολιτικού φάσματος, παρέα με διανοούμενους, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους, πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες ερίζουν για το ποιος θα έχει το προνόμιο να μας ικανοποιήσει.

Οπότε, άντε πηδήξου, χάσου, σάπισε, ψόφα, απογοητεύσου, παραδώσου.

Για τους άλλους δεν υπάρχεις, δεν είσαι τίποτα.

Ναι, έχουμε σπείρει μίσος, κυνισμό, πικρία, απελπισία, τον θεωρητικό και πρακτικό «ωχαδερφισμό», τον κονφορμισμό του «μη χείρον βέλτιστον», τον φόβο που έγινε παραίτηση.

Κι όμως, φοβόμαστε μήπως όλο αυτό πάρει τη μορφή οργανωμένης, ανατρεπτικής οργής, που δεν εξαγοράζεται.

Γιατί το χάος που επιβάλλουμε το ελέγχουμε, το διευθετούμε, το δίνουμε σε δόσεις, το τροφοδοτούμε.

Αλλά, το χάος που έρχεται από τους από κάτω…

Α, αυτοί… ούτε που καταλαβαίνουμε τι λένε, ποιοι είναι, πόσο κοστίζουν.

Κι ύστερα, είναι τόσο αυθάδεις ώστε να μη θέλουν πια να ζητιανεύουν, να περιμένουν, να ζητούν, να ικετεύουν, αλλά να ασκήσουν την ελευθερία τους. Πού ξανακούστηκε τέτοια ξεδιαντροπιά!

Αυτός είναι ο αληθινός κίνδυνος. Ανθρωποι που κοιτάζουν στην άλλη πλευρά, που βγαίνουν από το καλούπι, το σπάνε ή το αγνοούν.

Ξέρεις τι μας έχει ωφελήσει πολύ; Αυτός ο μύθος της ενότητας πάση θυσία. Να τα βρίσκεις μόνο με τον αρχηγό, τον διευθυντή, τον ηγέτη ή όπως κι αν τον λένε. Είναι πιο εύκολο να ελέγχουμε, να διευθύνουμε, να συγκρατούμε έν@ν παρά πολλούς. Και μάλιστα, φτηνότερο. Ατομικές επαναστάσεις κι άλλα τέτοια. Είναι άχρηστα σε συγκινητικό βαθμό.

Αντίθετα, αυτό που αποτελεί κίνδυνο, πραγματικό χάος, είναι όταν ο καθένας γίνεται συλλογικότητα, ομάδα, μπάντα, φυλή, οργάνωση και μαθαίνει να λέει «όχι» και «ναι» και όλοι αυτοί συμφωνούν μεταξύ τους. Γιατί το «όχι» στοχεύει σε εμάς που κάνουμε κουμάντο. Οσο για το «ναι»… αυτό κι αν είναι συμφορά, φαντάσου ο καθένας να χτίζει τη δική του μοίρα και να αποφασίζει τι θα γίνει και τι θα κάνει. Είναι σαν να υπονοείς ότι οι αμελητέοι είμαστε εμείς, αυτοί που περισσεύουν, οι άχρηστοι, αυτοί που πρέπει να μπουν φυλακή, να εξαφανιστούν.

Ναι, σκέτος εφιάλτης. Για εμάς, αυτή τη φορά. Φαντάζεσαι πόσο κακόγουστος θα γινόταν αυτός ο κόσμος; Γεμάτος Ινδιάνους, μαύρους, καφέ, κίτρινους,κόκκινους, ράστα, τατουάζ, πίρσινγκ, ξυρισμένα κεφάλια, πανκ, γκοθ, μιγ@δες, σκέιτερ, τη σημαία με το «Α» χωρίς πατρίδα, νέους, γυναίκες, πουτ@νες, κορίτσι@, ηλικιωμένους, οδηγούς, αγρότες, εργάτες, προλετάριους, φτωχούς, ανώνυμους και… άλλους. Δίχως πριβέ χώρους για εμάς, τους «beautiful people», τους «ωραίους ανθρώπους» για να καταλαβαινόμαστε… γιατί φαίνεται από χιλιόμετρα ότι δεν σπούδασες στο Χάρβαρντ.

Ναι, η μέρα εκείνη θα ήταν για εμάς σαν νύχτα… Τα πάντα θα τινάζονταν στον αέρα. Τι θα κάναμε;

Μμμμ… αυτό δεν το έχουμε σκεφτεί. Σκεφτόμαστε, σχεδιάζουμε και εκτελούμε για να αποτρέψουμε κάτι τέτοιο, αλλά… δεν μας έχει περάσει από το μυαλό.

Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία: είναι εποχές κρίσης. [...]

Οχι, φυσικά και δεν σε φοβόμαστε. Οσο για αυτή την προφητεία… Μπα, σκέτες προλήψεις, χωριάτικες…

Τι;… Δεν είναι προφητεία;

Α, είναι υπόσχεση…

«ΜΑΡΙΤΣΙΒΕΟΥ»* («Εκατό φορές θα νικήσουμε»)

(συνεχίζεται…)

Από οποιαδήποτε γωνιά, οποιουδήποτε κόσμου.

Υποδιοικητής Μάρκος
Πλανήτης Γη
Γενάρης 2013

22.1.13

Είπαν-Γ.Ανδρουλιδάκης


Το πολιτικό σύστημα έχει μετατραπεί σε έναν οχετό χωρίς προηγούμενο. Για να διαχειριστεί την οικονομική κρίση, το Κεφάλαιο δεν βρίσκει να επιστρατεύσει τίποτα καλύτερο από αποτυχημένους βοηθούς παρουσιαστές πρωινάδικων, χωροφύλακες του '50 που ονειρεύονται να γίνουν Μακάρθι με φάτσα Πρέκα, βλαχαδερά λαμόγια, διανοούμενους της πορδής που ανασύρθηκαν από τη μούργα της ακροδεξιάς ή της αταλαντοσύνης, πειραγμένα βίντεα, κοινοβουλευτικά τσίρκα, κατά συρροή δολοφονόνους ναζιστές με αγράμματους καθυστερημένους μπράβους για εκπροσώπους και πρετεντέρηδες που παριστάνουν ότι δε θυμούνται τι άκουσαν πριν από πέντε λεπτά. Ουτε καν ΟΥΝΡΑ έχουν, να βουλώνει στόματα με το κουτάλι.

Κι όμως, απέναντι σε αυτό το συνοθύλευμα του απόλυτου τίποτα, μια ολόκληρη κοινωνία στέκει αμήχανη. Βλέπει τα βρέφη να πεθαίνουν από ασιτία και πιστεύει ότι φταίει η μάνα τους. Γκρινιάζει για την απεργία στο Μετρό, αντιπαθεί τους μετανάστες και αυτούς τους περίεργους στις καταλήψεις που της ενοχλούν το ατομικιστικό όνειρο περισσότερο κι από την οικονομική κατάρρευση.

Η ιστορία θα καγχάσει κατά πάσα πιθανότητα με το μέσο Ελληνα μαλάκα της κρίσης.

Οσοι όμως λησμονήσαμε να καλλιεργήσουμε σε αυτή τη θλιβερή κοινωνία μια στοιχειώδη αντικαπιταλιστική κουλτούρα, οργανώνοντας την καθημερινή ζωή στο συνδικάτο, στη δουλειά, στη γειτονιά, αρκούμενοι σε τσάτρα πάτρα πολιτικές επικαλύψεις του μικρόκοσμού μας, δεν μπορούμε να είμαστε περήφανοι για τα αποτελέσματά μας.

Τώρα που το Κεφάλαιο επιχειρεί να καλύψει το χαμένο άρτο με ακόμα περισσότερα και πιο χυδαία θεάματα, άντε μίλα εσύ για το ψωμί και τα τριαντάφυλλα...

17.1.13

Kαι της μέρας

Τι θα συνέβαινε άραγε αν πολλές πεταλούδες συντόνιζαν το πέταγμά τους;

Αραγε πόσα χάη θα συνέβαιναν;

Και τι θα προέκυπτε απο το άθροισμά τους;






Της νύχτας

...Και έφτιαξε ο άνθρωπος τις κάλτσες καθ'ομοίωσίν του. Να δυσκολεύoνται να βρουν το άλλο τους μισό...

10.1.13

Ολα είναι δρόμος

Από μικρός δεν ξεχώριζε στις παρέες του, δεν ήταν ούτε πολύ αστείος, όυτε πολύ καλός σε κάποιο άθλημα, ούτε εξαιρετικός μαθητής, ούτε κάτι άλλο. Γενικά περνούσε απαρατήρητος, του άρεσε αυτό δηλαδή. Το χαμηλό προφίλ. Δεν τον πολυενοχλούσαν και έτσι δε χρειαζόταν να ενοχλεί και αυτός. Του άρεσε να ξαπλώνει, να κοιτάει τον ουρανό, το ταβάνι, να σκαρώνει σχήματα στα σύννεφα και να καβαλάει τις ράχες των αστεριών που πέφτουν κάνοντας ευχές και πηγαίνοντας βόλτες μαζί τους.

Μεγαλώνοντας, στην εφηβία αγόρασε μηχανάκι και έκανε βόλτες και με αυτό. Μικρές αποδράσεις, Να βρει χώρο να προβάλει τις σκέψεις του, σα θερινό σινεμά, άπλα να κάνει βόλτες με τ αστέρια, ουρανό να παίξει με τα σύννεφα μακριά από τη μουντάδα της πόλης. Του άρεσε κι η πόλη είναι αλήθεια. Εκεί στην πόλη, στις βόλτες του, έπαιζε με τις λέξεις, τις τιθάσσευε, τις μάθαινε να κάνουν αυτό που θέλει, το μυαλό του ήταν ένα τεράστιο τσίρκο και στο χαρτί τα πράγματα έμπαιναν σε μια σειρά, έφτιαχναν μια ιστορία μια παράσταση, εκεί ο χρόνος δεν ήταν γραμμικός, όλα ήταν ένας δρόμος που μπορούσε να πηγαίνει μπρος και πίσω κατά το δοκούν, αλλάζοντας απλά τους χρόνους των ρημάτων και κατ'επέκταση το ρου της ιστορίας..

Θεατές δεν είχε, όχι ακόμα, ήταν νωρίς, μεγαλώνοντας θα είχε πολλούς, θα χρειάζονταν να μεγαλώσει την τέντα, αλλά το εισιτήριο θα ταν πάντα ακριβό, η παράσταση μοναδική και με εκπλήξεις .Όμως είπαμε, ήταν νωρίς. 

Ένα καλοκαίρι, εκεί που είχε αρχίσει να νιώθει έτοιμος για τις πρώτες ανοικτές παραστάσεις  πήρε το μηχανάκι για μια από τις γνωστές του αποδράσεις, εκεί κοντά στη θάλασσα, βράδυ. Τα αστέρια έπεφταν βροχή, καβάλησε κι αυτός ένα. Και χάθηκε μαζί του ακολουθώντας την τροχά του ολόκληρη. Το μηχανάκι παρέμεινε απορρημένο να κοιτάζει. Οι παραστάσεις θα παιρναν αναβολή επ΄αόριστον...


Στο Θ. που μπαίνει στρατό. Κουράγιο!