Don Quixote

Don Quixote

26.2.13

O Χρόνος

ο Χρόνος είναι ρήμα.

Κυλάω,

Πονάω,

Περνάω.


19.2.13

Le planet sauvage

Έχω εκείνον τον εφιάλτη κάθε μέρα, ζω στον Κρόνο κι εκείνος μεταμορφώνεται σε γύπα και γω σε Προμηθέα και επιδιδόμαστε στο αγαπημένο μας σπορ, εγώ του να βασανίζομαι, αργά και σαδιστικά κι αυτός πιστός στο ρόλο του βασανιστή να μεταμορφώνεται σε γύπα και να μου τρώει τα μέσα μου βασανιστικά. Και τότε ξυπνάω, μόνο που δεν είμαι στον Κρόνο, άλλα στο κρεβάτι μου άδειος, εξουθενομένος χωρίς καμιά όρεξη να σηκωθώ μιας και ξέρω πια πως ότι φτιάξω στη διάρκεια της μέρας το βράδυ θα φαγωθεί και γω θα ξυπνήσω το ίδιο άδειος, Είναι σα να μην έχει πάτο, αλλά και να μη σε αφήνει να απολαύσεις τη διαδρομή,, μια ατέλειωτη λούπα, στις λακούβες ενός δίσκου και να τρέχεις κυνηγημένος από μια αόρατη βελόνα, αλλά να μη μπορείς να σταματήσεις και να αναρωτηθείς γιατί, αλλά ούτε και να πας πίσω, γιατί το τραγούδι πρέπει να τελειώσει, η χοντρή αδημονεί να βγει και να σπάσει ποτήρια με τις ψηλές τις και το κοινό να χειροκροτήσει ενθουσιασμένο αυτό το παράξενο κράμα Όπερας και ρωμαικού σφαγείου..

Και τότε είναι που κοιτάω πάνω και σε βλέπω, και απλώνω το χέρι μου να με δεις, και το κουνάω σε πανικό γιατί ξέρω πως αν με δεις θα γλιτώσω, αλλά εσύ κοιτάς αλλού, και ο δίσκος τελειώνει και η χοντρή βγάζει τη ψηλή και γω εκσφενδονίζομαι χαλκομανία στον τοίχο, και σκάει μύτη από το κοινό ο γύπας και ξάνα πάλι από την αρχή, και ξυπνάω και είναι Τρίτη μεσημέρι και γω δεν είμαι εκεί που θα θελα, και ενώ θέλω να κερδίσω έναν ολόκληρο κόσμο για να στον χαρίσω, παλεύω με γύπες και σεντόνια σε έναν πλανήτη χειρότερο από τον Κρόνο, σε μια εποχή που δε θυμίζει άνοιξη. σε μια χώρα που δε θυμίζει πατρίδα, σε ένα κρεβάτι που δε θυμίζει σε τίποτα το κρεβάτι μου, σε μια ιστορία που θα πρέπει να κοιτάξεις προς τα κάτω άν θες να θυμίζει εσένα, με μόνη σταθερά τα άδεια μου σωθικά.

8.2.13

Μείνε να μη μείνουμε λίγοι...

Trying to manifacture happiness


Προέρχομαι από τρεις γενιές δυστυχισμένων ανθρώπων. Τουλάχιστον τόσες μπορώ να θυμηθώ, τόσες είδα. Αυτό που μπορώ να πω σαν παρατηρητής αλλά και σαν κεντρικός χορευτής αυτού του παράξενου χορού του Ζαλόγγου, είναι πως κάθε γενιά είναι και πιο βελτιωμένη. Κάθε γενιά στο θέμα δυστυχία σπάει όλα τα προηγούμενα ρεκόρ με εμφατικό τρόπο. Προφανώς φταίει πως κάθε γενιά έχει πολύ πιο καλά "συμπληρώματα", κοινωνικές προσλαμβάνουσες, ή τέλος πάντων όπως θέλετε πείτε το, αλλά και ζωντανά στα μάτια της τα ρεκόρ των προγόνων να φωνάζουν πως θέλουν να καταρριφθούν, να τεθεί ο πήχης όλο και ψηλότερα, να επιβεβαιωθείς ακόμα μια φορά. 

Και φυσικά και τα καταφέρνω, δεν είναι πολύ δύσκολο, είπαμε, άμα έχεις την τεχνογνωσία, το περιβάλλον και σωστά ινδάλματα, μπορείς να πας πολύ ψηλά οπουδήποτε. Άλλωστε, δε νομίζω πως ξέρω να ζω διαφορετικά, κάποιες φορές ναι, έχω νιώσει ευτυχισμένος, αλλά να, προσπαθούσα πρόσφατα να περιγράψω την ευτυχία και δεν τα κατάφερα, δε ξέρω ποιες λέξεις τη ντύνουν, ποια κατάσταση ονομάζεται έτσι, μη γελάτε, αναρωτηθείτε αν και εσείς μπορείτε και θα δείτε ότι είμαστε πολλοί. 

Δε νομίζω πως μου λείπουν τα εφόδια να πρωταγωνιστήσω σε κάποιο άλλο σπορ, η στόχευση μου λείπει, αλλά που θα μου πάει, θα το βρω ή έστω θα προσπαθήσω, αλλά να, είναι κάποιες μέρες που νιώθω σαν καναρίνι, που του ανοίγουν επιτέλους το κλουβί κι αυτό δειλιάζει να φύγει. κι έτσι κάθομαι στο μπορντό καναπέ μου κοιτάζωντας το ταβάνι, προσπαθώντας να σκεφτώ τρόπους να "κατσκευάσω" την ευτυχία, αν και έχω την εντύπωση πως είναι εκεί έξω και μας συναντάει που και πού, αρκεί να βάζουμε την ακριβοθώρητη μουτράκλα μας στη διαδικασία να χαρούμε τις στιγμές μαζί της...


4.2.13

Σκόρπιες σκέψεις..

Σιγά μη μιλούσες για τα βασανιστήρια. Αφού δεν είναι δικά σου παιδιά καλά να πάθουν. Όχι καλά να πάθουν δηλαδή, αλλά ακόμα χειρότερα, μακάρι να τα πάθουν να έχεις να συζητάς, να κουτσομπολεύεις, να περνάει η ώρα σου. Να αποκτήσει ένα ενδιαφέρον ο Οικονομέας και η Τατιάνα. Όλο τα ίδια λέγανε, λιτότητα, ανεργία, αυτοκτονίες και τέτοια. Είχες κουραστεί. Την τηλεόραση την άνοιγες να ακούσεις κουτσομπολιά, σ'αυτή τη λογική της κλειδαρότρυπας είχες εθιστεί. Αυτό ήταν το ναρκωτικό σου,. Αν σε ενδιέφεραν πιο σοβαρά πράγματα θα το χες αποδείξει μέχρι τώρα, αλλά σιγά. Όποιος σου υπόσχοταν πως δε θα χρειαζόταν να σκεφτείς, αυτός σε κέρδιζε. Πρόσκαιρα, ευκαιριακά, μέχρι τον επόμενο, που θα δινε και κάτι παραπάνω. Να περάσει η ζωή και συ να χεις περάσει καλά. Να μη θυμάσαι τη μιζέρια σου. Όχι ρε, η καμπούρα του άλλου είναι πιο ωραία. Τρομοκράτες ναι. Ακούς εκεί να θέλουν να σου γκρεμίσουν το mall. Και συ τι λόγο ύπαρξης θα χεις μετά; Γιατί διαμαρτύρονται οι βολεμένοι και κλείνουν το ΜΕΤΡΟ και τους δρόμους; Πως θα πας άραγε τώρα για καφέ με τα λεφτά που σου δίνει ακόμα η μάνα σου. "Είχαν αναρχικά βιβλία", ουρλιάζεις παπαγαλίζοντας τον πληρωμένο κονδυλοφόρο του εκάστοτε ΜΜΕ, "ήταν αριστεριστές", λες και έμαθες ποτέ σου τι είναι αριστερισμός και αναρχία.Οι ληστές τράπεζας σε εξιτάρουν περισσότερο από ότι οι φονιάδες μεταναστών γιατί οι πρώτοι βάζουν σε κίνδυνο τις λιγοστές καταθέσεις σου και γιατί κατα βάθος και συ ένας φονιάς μετανάστη θα ήθελες να σαι. "Να μείνουν στη χώρα τους" τσιρίζεις σαν το τηλεοπτικό σου ίνδαλμα, αλλά μέσα σου τσαντίζεσαι που δεν είχες ποτέ τα αρχίδια να ταξιδέψεις έξω από την σκατοπόλη σου. Οι οροθετικές σε εξιτάρουν περισσότερο από τους παιδεραστές, "έρχονται και μας παίρνουν τους άντρες οι πουτάνες και μας κολλάνε παλιαρρώστιες", θέλω να σε δω τίμια Ελληνίδα όταν κάποια στιγμή θα παίρνεις πίπες σε πολιτισμένους ευρωπαίους για 3e ( καλά μην ορκίζεσαι πως θα έχουμε ακόμα ευρώ) αλλά κι από την άλλη ο βιαστής ήταν ο πατέρας, ο θείος, ο γκόμενος που σε έδερνε. Καλά τους κάνανε. Πλούσια κωλόπαιδα. Δεν είχες ποτέ αυτά που είχαν, τα ζήλευες, και τι πάνε να κάνουν αντί να χαρούν τα λεφτά τους; Κάνουν ληστείες, πειράζουν τις άγιες τράπεζες και σου μιλάνε για επαναστάσεις. Ε ναι, καλά να πάθουν λες από την ασφάλεια του καναπέ σου, τουλάχιστον για την ώρα, μέχρι δηλαδή να γίνεις εσύ ή τα παιδιά σου η επόμενη οροθετική πουτάνα του συστήματος.

3.2.13

Είπαν-Γιώργου Ιωάννου, από τη συλλογή “Η σαρκοφάγος” (1971)

Τα κεφάλια



Μπαίνοντας εκείνο το βράδυ στο δικηγορικό γραφείο του φίλου μου, με χτύπησε μια πολύ βαριά βρώμα. Μέσα, ένας γεροδεμένος μα μεγαλούτσικος στα χρόνια χωρικός κουβέντιαζε ζωηρά μαζί του για κάποια μάλλον κτηματική υπόθεση. Έμοιαζε παλιός πελάτης.

Κάθισα στον προθάλαμο κι άνοιξα την εφημερίδα. Όμως η ανεξήγητη βρώμα ήταν ανυπόφορη. Κοίταξα το ταβάνι, τους τοίχους, μήπως είχε σπάσει καμιά σωλήνα απ’ αυτές που κατεβάζουν τις βρωμιές, μα δε φαινόταν τίποτε. Όλα λευκά και πεντακάθαρα. Έφτασα στο σημείο να φέρω στη μύτη μου ακόμα και την εφημερίδα, που ήταν ν’ ανοίγει η καρδιά σου, σωστός μπαχτσές: μάχες, τουφεκισμοί, συλλήψεις, προδοσίες, αποκηρύξεις και φυσικά μπόλικες δηλώσεις πολιτικών αρχηγών. Ένα νέο, πάντως μας αφορούσε ιδιαίτερα: μες στη βδομάδα θα περνούσαν απ’ τους κεντρικούς δρόμους μας τους αιχμάλωτους αντάρτες, που λίγες μέρες πριν είχαν βομβαρδίσει την πόλη μας με κανόνι. Προαναγγέλλονταν άγρια αποδοκιμασία.


Καθώς διάβαζα αυτά, τέλειωσε μέσα η ακρόαση κι ο χωρικός βγαίνοντας σήκωσε απ’ τη μισοσκότεινη γωνιά ένα μικρό σακί που είχε εκεί αφημένο. Βρωμοκόπησε ο τόπος. Εδώ λοιπόν ήταν η πηγή της βρωμιάς. Ο φίλος δε βαστάχτηκε, τον ρώτησε για το περιεχόμενο. Κι αυτός με το φυσικότερο ύφος μας είπε: «είναι τα κεφάλια δυο συγχωριανών μου. Τα πηγαίνω στο χωριό να τα στήσουμε στην πλατεία. Θα περάσει όλο το χωριό να τα δει και να τα φτύσει. Θα σας τα έδειχνα, μα είναι τυλιγμένα σε εφημερίδες».

Μόλις γκρεμοτσακίστηκε, ανοίξαμε τα παράθυρα και πήραμε δρόμο. Γυρίζαμε στην παραλία πάνω κάτω σαν τρελοί. Δε μιλάγαμε καθόλου, ούτε καν κοιταζόμασταν. Ύστερα μπήκαμε σε μια ταβέρνα και γίναμε στουπί στο μεθύσι. Κερνούσε ο φίλος απ’ τα λεφτά που είχε εισπράξει προηγουμένως. Εγώ δεν έβγαζα ακόμα χρήματα, κόντευα όμως. Ήμουν φοιτητής, άνθρωπος του Μέλλοντος, όπως μας ξεγελούσαν διάφοροι σιχαμεροί και τότε.