Don Quixote

Don Quixote

29.4.12

Εκλογές

Κυριακή βράδυ. Τελευταία Κυριακή πριν τις εκλογές. Flash Forward. Υποθετικό μέλλον. 7 Μαίου. Οι σημαντικότερες εκλογές μετα το 1947 έχουν τελειώσει. Με τεχνάσματα, πόλωση  προπαγάνδα κάθε είδους και μεγάλη αποχή το μνημονιακό 33% του συνόλου όσων ψήφισαν, καταφέρνει να πάρει λαική εντολή για να εκπονήσει ένα σχέδιο που περιλαμβάνει, χμ, αίμα. "Κινεζοποίηση της Οικονομίας" το είπαν, επιστροφή σε εργασιακό μεσαίωνα που για τους άρρωστους εκπροσώπους του Νεοφιλελυθερισμού είναι πρόοδος. Καρτ ποσταλ από πολεμικό ρεπορτάζ, στρατόπεδα συγκέντρωσης για μετανάστες αλλά και ντόποιους "αντοφρονούντες", μιας και οι απεργίες και οι διαδηλώσεις απαγορεύονται. Πολλοί άνθρωποι φεύγουν για το εξωτερικό, άλλοι ζουν με τα 250e του τρόμου. Οι αυτοκτονίες είναι καθημερινό φαινόμενο, και ο φόβος  περιβιαδαίνει σε πόλεις φαντάσματα. Ένα σκηνικό που έχουμε δει σε αρκετές περιπτώσεις που ακολουθήθηκε η συνταγή ΔΝΤ. Η αρρώστια εξαπλώνεται σ'όλη την Ευρώπη. Ο ταξικός πόλεμος αφήνει εκατομμύρια θύματα. Εμάς.

Κοιτάω τη γυάλινη μπάλα μου. Flash forward ξανα.  Με τεχνάσματα, πόλωση  προπαγάνδα κάθε είδους  το μνημονιακό 33% του συνόλου όσων ψήφισαν, καταφέρνει να πάρει εντολή από τον πρόεδρο μια σάπιας κατ'επίφαση Δημοκρατίας,  να εκπονήσει ένα σχέδιο που περιλαμβάνει, χμ,  αίμα.Ο ταξικός πόλεμος κηρύσσεται και επίσημα. Ο κόσμος συμμετέχει σύσωμος στις εκλογές και δεν αφήνει το μέλλον του στα χέρια κανενός. Δεν τον νοιάζει η μη δημοκρατικότητα του εκλογικού νόμου. Συμμετέχει, μιλάει, συσπειρώνεται.Την επόμενη ξεκινάει αγώνας διαρκείας, Οι κρεμάλες και οι σφαίρες αν χρειαστούν ετοιμάζονται για ΑΥΤΟΥΣ. Η νοθεία καταφανής και ο κόσμος δεν υποχωρεί αν δεν αποκαστασταθεί η αδικία. Νικάει. Στο δρόμο. Και αποφασίζει να κινηθεί σε ένα δρόμο χωρίς φώτα, αλλά και χωρίς λωρίδες ταχείας κυκλοφορίας.Μακριά από αυτή την εποχή. Δρόμος δύσκολος και μακρύς, χωρίς ανέσεις αλλά με αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη, δρόμος καινούριος που δε νοιάζεται για το ποιος ήσουν, άλλωστε στο δρόμο είμαστε όλοι ίσοι, αλλά για το ποιος μπορείς να γίνεις για τον άλλον δίπλα σου, σύμφωνα με τις ανάγκες, ανάλογα με τις δυνατότητες. 

Στρίψε αριστερά. Σε περιμένω. Τώρα, περισσότερο από ποτέ. Και τα βρίσκουμε στο δρόμο. Όλοι μαζί.






17.4.12

Πειθαρχία τέλος - Ζωή Μαγική Είπαν

Όλα ήταν στη θέση τους.
Οι πεινασμένοι στην Αφρική.
Οι ειδικοί στην τηλεόραση.
Οι κακοί στη φυλακή.
Οι αναρχικοί στα Εξάρχεια.
Αυτοί που αποφασίζουν στη Βουλή.
Τα λεφτά μας στα δάνεια.
Η αστυνομία στην επόμενη γωνία.
Τα σπίτια μας στις τράπεζες.
Οι εχθροί μας στην Τουρκία και τη Μακεδονία.
Τα πάρκινγκ μας στα πάρκα.
Η ψυχαγωγία μας στα bar.
Τα παιδιά μας στο σχολείο.
Οι φίλοι μας στο Facebook.
Η τέχνη στα μουσεία.
Οι επιθυμίες μας στις διαφημίσεις.
Τα δέντρα μας Χριστούγεννα στο Σύνταγμα.
Η ομορφιά στα κέντρα αδυνατίσματος.
O έρωτας στις 14 Φλεβάρη.
Εμείς στους τέσσερις τοίχους.

Πειθαρχία τέλος - Ζωή Μαγική

Η αστυνομία στην Αφρική.
Οι πεινασμένοι στις τράπεζες.
Τα Εξάρχεια στη Βουλή.
Οι αναρχικοί στην καρδιά μας.
Οι κακοί στα κέντρα αδυνατίσματος.
Οι φίλοι πλάι μας.
Τα bar στις φυλακές.
Αυτοί που αποφασίζουν στο σχολείο.
Τα λεφτά μας στα πάρκα.
Τα πάρκα στα πάρκινγκ τους.
Οι εχθροί μας στο facebook.
Οι ειδικοί στα σπίτια τους.
Η τηλεόραση στα σκουπίδια.
Η ψυχαγωγία στα σχολεία.
Η τέχνη παντού.
Οι διαφημίσεις στα μουσεία.
Τα παιδιά μέσα μας.
Τα μπαλέτα στους δρόμους.
Ο έρωτας στην επόμενη γωνία.
Τα σπίτια στα δέντρα.
Τα δέντρα στους δρόμους.
Η ομορφιά στους δρόμους.
Οι επιθυμίες μας στους δρόμους
 
 

9.4.12

Είπαν(Sarah Kane)

Εγώ θέλω να κοιμάμαι πλάι σου

Και να σου κάνω τα ψώνια σου,

και να σου κουβαλάω τις σακούλες σου,

Και να σου λέω πόσο πολύ

μου αρέσει να είμαι μαζί σου,

Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό,

Και να σου δίνω τα ρούχα μου,

και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου,

Και να σου τρίβω το σβέρκο σου,

Και να κάθομαι στις σκάλες

ώσπου να κάνεις μπάνιο,

Και να σου φιλάω τα πόδια σου,

Και να σου κρατάω το χέρι σου,

Και να βγαίνουμε για φαγητό,

και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου,

και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου,

και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου,

Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς,

Και να γελάω με την παράνοια σου,

και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες,

και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες,

και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο,

και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι,

και να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω

καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν,

Και να πηγαίνουμε για καφέ

στο Φλοράντ τα μεσάνυχτα,

Και να σ’ αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα,

Και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο,

Και να σου λέω τι είδα

στην τηλεόραση χτες το βράδυ,

και να μη γελάω με τα αστεία σου,

και να σε θέλω το πρωί

αλλά να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα.

Και να φιλάω την πλάτη σου,

και να χαϊδεύω το δέρμα σου

Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου,

τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου,

Και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω,

ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου,

και να κάθομαι στις σκάλες

ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ,

Και να τρελαίνομαι όταν αργείς,

και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα,

και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια,

Και να πηγαίνω στο πάρτι σου

και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός,

και νάμαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο,

Και νάμαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς,

και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου,

και να παρακαλάω να σ’ ήξερα μια ζωή.

Και ν’ ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου,

και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου,

και να τρομάζω όταν θυμώνεις,

Και τόνα σου μάτι να κοκκινίζει και το άλλο γαλάζιο,

και να σ’ αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία,

και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς,

Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω

και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω,

και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου,

και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι,

και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου,

και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες,

και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες,

και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις,

και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς,

και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω,

και ν’ αναρωτιέμαι πως σου πέρασε ποτέ απ’ το νου

ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω,

Και ν’ αναρωτιέμαι ποια είσαι

αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι,

Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος,

τον άγγελο του δέντρου,

το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό

επειδή σ’ αγαπούσε

και να σου γράφω ποιήματα,

και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις,

και να σ’ αγαπάω τόσο βαθιά

που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια,

και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα το ζηλεύω

γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα,

και να μη σ’ αφήνω να σηκωθείς απ’ το

κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις,

και να σου αγοράζω δώρα

που εσύ δεν τα θέλεις,

και πάλι να τα παίρνω πίσω,

και να σου λέω να παντρευτούμε,

και συ να μου λες πάλι όχι

Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο

Τον ακάθεκτο

Τον ακατάλυτο

Τον ακατάσβεστο

Τον μεταρσιωτικό

Τον ψυχαναλυτικό

Τον άνευ όρων

τον τα πάντα πληρούντα,

τον δίχως τέλος

και δίχως αρχή,

ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ




8.4.12

"Πατέρα, σύντροφε.." 'η "κι αυτοί που μας προδώσανε, ανέραστοι να μείνουν"

Πατέρα, σύντροφε

Γεννήθηκες με ένα πειρασμό: να αλλάξεις τον κόσμο. Γιατί καταλάβαινες ότι αυτός ο κόσμος είναι πολύ κακός για να είναι οριστικός. Περπάτησες ναρκοθετημένες δεκαετίες. Της πτήσης και τελικά της πτώσης της γενιάς σου. Μα άντεχες. Ξόδεψες ολόκληρη την περιουσία σου, το πεπεδευμένο μυαλό σου σε ιδέες ευγενικές για ουράνια τόξα· αλλά ήρθαν οι καταιγίδες. Μα άντεχες. Αυτό που πίστεψες το θεώρησες αθάνατο κι ανθεκτικό, ενώ αυτό αποδεικνόταν θνητό και ευάλωτο. Μα άντεχες. Κάθε φορά που χάναμε είχες τη φούρια των προσεχών αγώνων, των μελλοντικών ρεβάνς, αλλά ξαναχάναμε. Μα άντεχες. Είδες τους ποιητές μας να τους σκοτώνουν οι μεγάλες αντένες. Είδες επίσημα βολέματα και πολλών αργυρίων προδοσίες. Μα άντεχες.

Το όραμά σου παρέμενε πάντα ως κάποτε, ως προσδιορισμός της επιθυμίας σε επόμενο χρόνο· σίγουρα μακρινό. Μα άντεχες. Έβαζες το αυτί σου στο πονεμένο έδαφος της ανθρωπότητας, άκουγες θορύβους, άκουγες προετοιμασίες πολυπόθητων πράξεων και μετά σιωπή. Μα άντεχες. Τέτοιες μέρες να σε πολιορκούν χρόνια τώρα, κι εσύ να αντέχεις. Όπως το καλοκαίρι στην πλατεία Συντάγματος που εισχωρούσες στις νεανικές παρέες κάθε βράδυ και αναβάπτιζες το χρόνο σε στιγμές που δε θυσιάστηκαν ακόμα. Τότε έλεγες: “Όλα είναι μπροστά”.

Όμως πατέρα ο καιρός αποσύρθηκε. Μετατράπηκε σε ένα ακόμα παρελθόν σε ένα ακόμα τέλος. Στο πιο σκληρό κι επικίνδυνο τέλος. Αυτό πατέρα δεν το άντεξες. Σου ήταν αδιανόητο να σκοτώνουν την ελευθερία, τη δημοκρατία, την αξιοπρέπεια. Σου ήταν αδιανόητο να ορθώνουν γύρω μας τον κλοιό του πιο σκληρού οικονομικού και κοινωνικού απαρτχάιντ. Σου ήταν αδιανόητο να εκχωρούν την ανεξαρτησία και να παραδίδουν τα κλειδιά την πατρίδας μας. Σου ήταν αδιανόητο η Ελλάδα να μην αναγνωρίζει τα παιδιά της. Και τα παιδιά της να μην αναγνωρίζουν την Ελλάδα. Σου ήταν αδιανόητη η κτηνωδία του καπιταλισμού, να περιδιαβαίνει τις ζωές μας και γύρω μας να μην συμβαίνει τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε.

Και τότε πήρες την απόφασή σου. Αποφάσισες να γίνεις ο φόβος, ο θάνατος, η μνήμη η ανήμερη, ο καημός της χαλασμένης μας ζωής. Αποφάσισες να πολιορκήσεις το “κοίταζε τη δουλειά σου”. Αποφάσισες να θρυμματίσεις τον ύπνο μας. Αποφάσισες τα λόγια σου να γίνουν σφαίρες αμέτρητες στους αδιάφορους διαβάτες. Κι είναι αυτός ο λόγος, πατέρα που η πράξη σου είναι βαθύτατα πολιτική. Η απόφασή σου δεν αποτελεί παρά “το σπάραγμα μιας ζωής που ζητάει ζήσει”, όπως γράφει ο Ρίτσος. Κι είναι αυτός ο λόγος, πατέρα που η πράξη σου είναι έξοχα ποιητική. Ήρθε τώρα η ώρα των λογαριασμών. Εσύ τον πλήρωσες με τη θυσία σου. Τώρα, είναι η ώρα η δική μας.

Πατέρα, είναι τόσοι πολλοί σήμερα εδώ γιατί δεν πρέπει να χαθεί ούτε ένα τόσο δα ξέφτι από την προσδοκία σου. Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ για να πάρουμε το κομμάτι που μας αναλογεί από το όνειρό σου. Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ για να πολλαπλασιάσουμε το όνειρο, αυτό που τώρα κουβαλάμε πιο βαριά γιατί με την απουσία σου λιγοστεύουν οι πλάτες. Είμαστε τόσοι πολλοί σήμερα εδώ γιατί όπως έγραφε το σημείωμα ενός νέου εκεί στην πλατεία Συντάγματος “είμαστε έντεκα εκατομμύρια ζωντανοί και το όνομά μας είναι αντίσταση.”

Πατέρα μου, εμένα και τη σύντροφό της ζωής σου, τη μάνα, το ξέρεις δε μας αφήνεις μετέωρες. Έχουμε πάντα στο μυαλό μας εκείνο το τελευταίο σου βλέμμα που θα είναι το απάγκιο μας όταν αγριεύουν οι μέρες και μας απειλούν.

Σύντροφε, πατέρα, μεγάλωσα πια και με αναγκάζεις να μάθω ξανά τις συλλαβές. Να βάλω τα άρθρα, να φτιάξω τις προτάσεις. Να ξαναψελίσω τον κόσμο. Να ανασυνθέσω τον ορίζοντα και να τον ξαναταξιδέψω. Αλλά όχι με μεσίστιες σημαίες, γιατί όπως εσύ μου υπογράμμισες στο τελευταίο βιβλίο που μου χάρισες, στις 15 του Μάρτη και ζήτησες να γίνει το ευαγγέλιό μου, «η δίκη του τυράννου είναι η εξέγερση, η απόφαση είναι η ανατροπή της εξουσίας του, η ποινή, αυτή που απαιτεί η ελευθερία του λαού. Οι λαοί δεν κρίνουν όπως τα δικαστήρια, δεν εκδίδουν καθόλου αποφάσεις.

Οι λαοί ρίχνουμε κεραυνό.»



4.4.12

Είπαν..

Ποτάμια αγάπης ρέουν στα στήθη.
Ψιθυρίζουν και κουλουριάζονται οι υγρές ψυχές τους.
Ρευστές και άμορφες γεμίζουν κάθε σπιθαμή του γαλαξία μας.
Αν είναι αυτές οι στιγμές που μένουν, δεν είδα χώρο πουθενά για φόβο.
Στιγμές υγρές περίσσειου όγκου να πραγματώνουν τη δημιουργία των ονείρων.
Μια ροή ατέλειωτη στα ορθάνοιχτα μα ταλαιπωρημένα μάτια της ψυχής μας, να πλημμυρίζει τον κόσμο μας με φώς.
Να το βλέπουν οι άνθρωποι, να σκιάζονται!
Με περιέργεια μικρού παιδιού να πλησιάζουν σέρνοντας μαζί τους τα φοβισμένα πόδια.
Και εκεί, το βάρος της αγάπης να τους ρουφά υπνωτισμένους, μα ο νούς βαστάει κόντρα.
Τι αστείοι που είναι οι άνθρωποι. Βάζουν το γιατί στις κάλπικες βάσεις. Αυτές που τους τυρρανούνε.
Αστείοι αυτοί, τραγικός εγώ που μέσα τους ορθώνω το χορό μου.
Απλώνω σκέψεις και αραδιάζω αισθήματα στον πάγκο της λαϊκής τους.
Όχι να πληρωθώ με τάλαντα, αλλά με αγάπη.
Μετρημένοι στα δάχτυλα κοντοζυγώσαν.
Καταπιεσμένοι όπως εγώ, με μάτια ορθάνοιχτα και βουρκωμένα.
Τι να φοβηθώ λοιπόν σ' αυτή την αναγέννηση?
Τις άπληστες ματιές μας, ή μήπως κάποιο θάνατο?
Τίποτα.
Γελώ δυνατά και αγαπώ.
Απο το ηλιοκαμμένο χώμα που κοιτάει ψηλά,
να δούμε πώς τα δέντρα σκίζουν την τροπόσφαιρα στο δρόμο για τον ήλιο.
Ω θεέ μου είναι τόσο όμορφα εδώ πάνω.
Νομίζεις όλα εκεί κάτω έγιναν με μια κοφτή πινελιά.
Και αν όχι ρηξικέλευθη, τότε μπορεί να γίνει.
Θεοί γεννηθήκαμε!
Και ας μη μας το'παν.


http://doubleisland.blogspot.com/



Uomo, ascolta

Όσο τα μάτια μου δακρύζουν βλέποντας την ομορφιά του κόσμου, τόσο το βλέμμα μου θα καθαρίζει από τα χημικά σας, και για καθέναν που θα δολοφονείτε, μιλιούνια οι σπόροι που ποτίζουν από τον πόνο των ψυχών μας κι από τη λαχτάρα μας να δούμε την άλλη κοινωνία. 

Γιατί εμείς χορταίνουμε με τον γαλάζιο ουρανό και τα χαμόγελα, κάνουμε έρωτα και κρατιόμαστε χέρι με χέρι, γιατί προσπαθούμε να κοιτάμε τον άλλο στα μάτια και να μη ντρεπόμαστε, και γιατί ελπίζουμε ακόμα.

Τιμάμε τους νεκρούς μας, και ορκιζόμαστε πως θα τελείωσουμε έναν πόλεμο που δε θέλουμε, έναν πόλεμο που εσείς αρχίσατε γιατί ακόμα και αν δε μας μείνει τίποτα άλλο, έχουμε την αξιοπρέπεια μας.


Τώρα πια είναι κοινότυπο....


Επόμενη των εκλογών.Πήρε ένα μπουκάλι βενζίνη και λούστηκε.Ο Zippo θα έκανε καλή δουλειά(δώρο του πατέρα του ήταν).Βγήκε στην πλατεία και άναψε, σαν καθυστερημένη λαμπάδα μιας Ανάστασης που δεν είχε έρθει ακόμα. Στην τσέπη του μετά βρήκαν ένα σημείωμα:


 "Τώρα φταις ΕΣΥ".






3.4.12

Λέω ίσως..

Ίσως σιχαίνομαι τόσο πολύ αυτούς που φοβούνται τη μοναξιά, γιατί φοβάμαι την ευτυχία. Γαμημένη ασφάλεια σε δίπολα..

2.4.12

Πόνος

...Και τότε, ο Δον Κιχώτης συνειδητοποίησε πως οι ανεμόμυλοι θα βρίσκονται για πάντα εκεί στο μυαλό του, είναι στο χέρι αν θα πάψει να τους κυνηγάει.Χαρούμενος, ανέβηκε στο άλογο του, πήρε το κοντάρι του και ξεκίνησε. Τουλάχιστον σήμερα θα μπορούσε να θεωρηθεί σοφός...